«Πάμε μια βόλτα, Μήτσο;» τον ρώτησε ο παππούς του. Τίποτα δεν απολάμβανε περισσότερο ο γερο – Δημήτρης από τον να βγαίνει αργά το βράδυ με τον εγγονό του, για καμιά μπίρα σε κάποιο παραλιακό μπαράκι, ελπίζοντας πως ίσως συναντήσει κάποιο φίλο του, για να μπορέσει να επιδείξει το παλικάρι.
Και του Μήτσου του άρεσε να βγαίνει τέτοια ώρα. Οι δρόμοι έσφυζαν ακόμα από ζωή. Η νύχτα ήταν γλυκιά. Αναλογίστηκε τη γειτονιά στο Χάιγκεϊτ, όπου είχε μεγαλώσει και όπου τα σπίτια ήταν παραταγμένα στη σειρά σαν σπίρτα στο κουτί, πίσω από τις καλοκλαδεμένες βατουλιές τους, και όπου υπήρχε όλη κι όλη μία παμπ σε όλη την περιοχή, από την οποία σε πετούσαν έξω στις έντεκα ακριβώς.
Οι δύο Δημήτρηδες έκατσαν σε ένα τραπέζι στην άκρη του λιμανιού κι ένας σερβιτόρος τούς καλωσόρισε και τους έφερε τις παγωμένες μπίρες τους. Σκάφη αναψυχής έκαναν νυχτερινές βαρκάδες και τα φώτα τους πηγαινοέρχονταν σαν πυγολαμπίδες μέσα στην εβένινη θάλασσα. Το μαύρο νερό φάνταζε απύθμενο, τα αστέρια αμέτρητα. Και κάθε λίγο, έπεφτε κι ένα.
Υπήρχε μια ομορφιά σε τούτη τη σιγαλιά και στο σκοτάδι, που ο Μήτσος δεν την είχε ξαναδεί και τώρα την ένιωθε να τον κυριεύει. Για πρώτη φορά στη ζωή του, άρχιζε να καταλαβαίνει τι κρυβόταν κάτω απ’ αυτά τα πεζοδρόμια και πίσω από τις προσόψεις των κτιρίων.
Κοίταξε τον παππού του, που τον αγαπούσε αφάνταστα και ήξερε με οδυνηρή βεβαιότητα πως δε θα ήταν εδώ για πάντα.
Και τότε, αναρωτήθηκε πώς θα ήταν άραγε αν αποφάσιζε να ζήσει κι ο ίδιος μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Τούτη η πόλη ήταν ένας τόπος όπου ο κόσμος συνωστιζόταν διαρκώς στους δρόμους, από το ένα χάραμα ως το άλλο, που η κάθε πέτρα του – αρχαία, καινούργια, καλογυαλισμένη ή σπασμένη – έσφυζε από ιστορία, και όπου οι άνθρωποι αγκάλιαζαν με θέρμη τους ανθρώπους. Υπέθετε πως η ζωή σ’ αυτή την πόλη θα εξακολουθούσε πάντα να επιφυλάσσει αντιξοότητες στους κατοίκους της, όμως για ένα πράγμα ήταν σίγουρος – αυτή η πόλη θα εξακολουθούσε επίσης πάντα να είναι πλούσια και μεστή, γεμάτη ιστορίες και μουσικές.
Ξαφνικά, το ήξερε πως θα έμενε εδώ. Να νιώσει, να ακούσει.
Βικτώρια Χίσλοπ, «Το νήμα», Αθήνα: Διόπτρα 2011, σσ. 606-607.
No comments:
Post a Comment