Friday 11 May 2018

Ευγενία Φακίνου, "Νυχτερινή Ακρόαση"


Το χειμώνα, όμως, ο άντρας, ο ερημίτης, ο ασκητής, έπρεπε να μαγειρεύει με σύστημα, να προγραμματίζει προσεκτικά και με φειδώ τα τρόφιμα που είχε στο ντουλάπι του, αφού το κοντινότερο μαγαζάκι ήταν στην τουριστική παραλία, πέντε χιλιόμετρα χωμάτινου δρόμου, όλο επικίνδυνες στροφές στο φρύδι των απόκρημνων ακτών· η θάλασσα έχασκε από κάτω κι οι άνεμοι πλαγιοκοπούσαν με ορμή το ποδήλατό του, το μοναδικό μέσο που είχε για τις μεγάλες αποστάσεις.
Μαγείρευε μια φασολάδα και περνούσε τέσσερις μέρες – εδώ φαινόταν κι η αξία του ψυγείου, που λειτουργούσε με υγραέριο, ακριβό απόκτημα αλλά αναγκαίο, αφού ήταν αδύνατον να φτάσει το ηλεκτρικό μέχρι το σπιτάκι του. Εκτός από όσπρια, ρύζι και ζυμαρικά, είχε αναγάγει σε τέχνη τη χρήση του κορνμπίφ, που το χρησιμοποιούσε φτιάχνοντας μακαρονάδες, γιουβέτσι ή κάποιου είδους γιουβαρλάκια. Του άρεσε η μαγειρική ως απασχόληση, ιδίως το χειμώνα, κι ακόμα περισσότερο ως τέχνη. Πώς συνδυάζοντας παράταιρα υλικά μπορείς να πετύχεις διαφορετικές γεύσεις και να έχεις αναπάντεχο αλλά εύγευστο αποτέλεσμα.
Μια άλλη χειμωνιάτικη ασχολία του ήταν να σκαλίζει θαλασσόξυλα, που είχε μαζέψει στις καλοκαιρινές βόλτες του στις γειτονικές ή και στις πιο απομακρυσμένες παραλίες. Έβρισκε κι άλλους θησαυρούς που είχε βγάλει η θάλασσα – κομμάτια από παιδικά παιχνίδια, χρωματιστά γυαλιά από μπουκάλια μπίρας ή κρασιού, που τα κύματα είχαν λειάνει και στρογγυλέψει όμορφα.  Τα είχε συγκεντρώσει σ’ ένα καφάσι και διάλεγε από κει ό,τι του χρειαζόταν. Περνούσε έτσι σκαλίζοντας και στολίζοντας θαλασσόξυλα τις μακριές νύχτες του χειμώνα, η λάμπα πετρελαίου φώτιζε γλυκά και την προτιμούσε απ’ τη μεγάλη λουξ – την είχε ανασύρει από τα σκουπίδια, την είχε διορθώσει και την είχε κρεμάσει απ’ το ταβάνι του δωματίου – που είχε ψυχρό φως και ξόδευε υγραέριο, κι ήταν πολύ βαριές οι μπουκάλες για να τις κουβαλάει δεμένες στη σχάρα του ποδηλάτου του.
Ο σκύλος δίπλα του τον κοιτούσε μ’ ευλάβεια, σαν να τον θαύμαζε που έφτιαχνε τέτοια καλλιτεχνήματα. Τον κοιτούσε κι ο άντρας και του απευθυνόταν λες κι ήταν άνθρωπος, ένας φίλος αγαπητός – που ήταν κιόλας. Το όνομα του σκύλου ήταν Μιλάνος, επειδή τον είχε βρεις κουτάβι, έξω από έναν κάδο σκουπιδιών, στην ιταλική μεγαλούπολη του βορρά, να τρέμει απ’ το κρύο και το φόβο του. Τον είχε τυλίξει με μια πετσέτα και τον είχε βάλει στην κουκέτα του, πίσω στην καμπίνα της νταλίκας που οδηγούσε. Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε, «Γερνάμε παρέα», του έλεγε συχνά, κι ο Μιλάνος έδειχνε να καταλαβαίνει τι του έλεγε.

Ευγενία Φακίνου, «Νυχτερινή Ακρόαση», Καστανιώτης: Αθήνα 2018, σσ. 177-178.