Wednesday 1 May 2019

Νίκος Καββαδίας, "Του πολέμου. Στο άλογό μου"


Οι αρβύλες μου, οι κάλτσες, είχαν στεγνώσει. Κοίταξα έξω από ένα φεγγίτη.
-          Σταμάτησε η βροχή, είπα. Έχει αστροφεγγιά. Πάω να φορτώσω. Θα βρω το δρόμο μοναχός μου. Γεια σου.
-          Αν φοβάσαι να μείνεις εδώ, να σου φέρω τις σφαίρες από το τουφέκι του γιου μου, να τις βάλεις στην τσέπη σου. Τι σ’ έπιασε ξαφνικά;
Δεν αποκρίθηκα. Ήθελα να φύγω. Πέρασε απ’ το νου μου μια σκέψη: Μήπως όλα τα ΄χα κάνει για τούτη την κότα που έβραζε; Άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου.
-          Έχεις μάνα;
-          Ναι.
-          Αν θέλεις να σε ξαναδεί, κάτσε φρόνιμα. Μη σε ξεγελάει η αστροφεγγιά. Το ποτάμι, που θα περάσεις, έχει φουσκώσει. Θα πνιγείς σε βουρκόνερα. Γλίτωσες από πνίξιμο· θα σε κομματιάσουν οι λύκοι.
-          Ένα μήνα, που περπατάω, δεν έχω δει ένα λύκο.
-          Γιατί περπατάτε πολλοί μαζί. Φοβούνται το σαματά κι αλαργεύουν.
Μου ΄δωσε το τσίπουρο. Έβαλε σ’ ένα βαθύ πιάτο φαΐ και το πήγε του γιου του.
Γέμισε μια γαβάθα ζουμί και μου το ΄δωσε.

Νίκος Καββαδίας, «Του πολέμου. Στο άλογό μου», Άγρα: Αθήνα 1987, σσ. 26-27.