- Ο ταχυδρόμος Πολ σιχαινόταν το επάγγελμα που έκανε, όπως και όλα τα επαγγέλματα. Προτιμούσε να διαβάζει όλη μέρα τα βιβλία που του ‘δινε κρυφά η όμορφη υπάλληλος – μετέπειτα σύζυγός του – που δούλευε στο πιο μεγάλο βιβλιοπωλείο της επαρχιακής πόλης. Ίσαμε τα είκοσι εφτά του – η γυναίκα του είχε ήδη στην κοιλιά της τον πρώτο τους γιο – δεν είχε ασχοληθεί με τίποτα σοβαρά. Προτιμούσε να φυτοζωεί από το πενιχρό εισόδημα του πατέρα του, παρά να ψάξει για κάποια δουλειά με περισσότερα χρήματα. Του άρεσε να διαβάζει όλη μέρα. Μόνο στα βιβλία γαλήνευε τη θλίψη που ένιωθε. Είχε διαβάσει σχεδόν ό,τι βιβλίο υπήρχε στη μητρική του γλώσσα, που ήταν άλλωστε και η μόνη που ήξερε. Κάποιες μέρες που ήταν απαραίτητο, αντικαθιστούσε στη δουλειά τον πατέρα του, έτσι – ώστε μ’ αυτό τον τρόπο – τον ξεπλήρωνε για όσα του έδινε τη δύσκολη εκείνη για όλους εποχή, που γεννούσε ζητιάνους όπως τις μύγες ο Αύγουστος. Είχε μάθει καλά τη δουλειά ο ταχυδρόμος Πολ – δεν υπήρχαν άλλωστε ιδιαίτερες απαιτήσεις – έτσι πέρασε αμέσως στα χέρια του, ή καλύτερα στα πόδια του, όταν πέθανε ο πατέρας του ξαφνικά κάποια Δευτέρα από ανακοπή.
-
Decline the underlined nouns: το επάγγελμα, η υπάλληλος, η θλίψη, η γλώσσα, η απαίτηση.
-
Find synonyms of the following words: σιχαινόταν, δούλευε, ίσαμε, πενιχρό, χρήματα, γαλήνευε, μόνη, ανακοπή.
Νίκος Καρβέλας, "Ο τρίτος δρόμος”, Άγκυρα: Αθήνα 2011, σσ. 30-31.
No comments:
Post a Comment