yourself = ο εαυτός σου
himself = ο εαυτός του
herself = ο εαυτός της
itself = ο εαυτός του
ourselves = ο εαυτός μας
yourselves = ο εαυτός σας
themselves = ο εαυτός τους
Ενικός Αριθμός | |||
Α’ πρόσωπο | Β’ πρόσωπο | Γ’ πρόσωπο | |
Ον. | ο εαυτός μου | ο εαυτός σου | ο εαυτός του/ της/ του |
Γεν. | του εαυτού μου | του εαυτού σου | του εαυτού του/ της/ του |
Αιτ. | τον εαυτό μου | τον εαυτό σου | τον εαυτό του/ της/ του |
Πληθυντικός Αριθμός | |||
Ον. | ο εαυτός μας | ο εαυτός σας | ο εαυτός τους |
Γεν. | του εαυτού μας ή των εαυτών μας | του εαυτού σας ή των εαυτών σας | του εαυτού τους ή των εαυτών τους |
Αιτ. | τον εαυτό μας ή τους εαυτούς μας | τον εαυτό σας ή τους εαυτούς σας | τον εαυτό τους ή τους εαυτούς τους |
σέβομαι τον εαυτό μου
σε σέβομαι
τον/ την/ το σέβομαι
-
σας σέβομαι
τους σέβομαι
ή
με σέβεσαι
σέβεσαι τον εαυτό σου
τον/ την/ το σέβεσαι
μας σέβεσαι
-
τους σέβεσαι
ή
με σέβεται
σε σέβεται
τον/ την/ το σέβεται (ή σέβεται τον εαυτό του, της, του)
μας σέβεται
σας σέβεται
τους σέβεται
ή
-
σε σεβόμαστε
τον/την/το σεβόμαστε
σεβόμαστε τους εαυτούς μας
σας σεβόμαστε
τους σεβόμαστε
ή
με σέβεστε
-
τον/την/τον σέβεστε
μας σέβεστε
σέβεστε τους εαυτούς σας
τους σέβεστε
ή
με σέβονται
σε σέβονται
τον/την/το σέβονται
μας σέβονται
σας σέβονται
σέβονται τους εαυτούς τους