Thursday, 10 April 2008

Grammar - Verb- Active Voice



ΑΓΑΠΩ - AMARE – LOVE
ACTIVE VOICE
ΕλληνικάΑρχαία ΕλληνικάItalian LatinFrenchEnglish
Απλός
(Στιγμιαίος)
Ενεστώτας
Οριστική

Αγαπώ/
αγαπάω
Αγαπάς
Αγαπά/
αγαπάει
Αγαπάμε/
αγαπούμε
Αγαπάτε
Αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)











Ἀγαπῶ
Ἀγαπᾷς
Ἀγαπᾷ
Ἀγαπῶμεν
Ἀγαπᾶτε
Ἀγαπῶσι(ν)
Presente Indicativo




Amo
Ami
Ama
Amiamo
Amate
Amano
Presente Indicativo




Amō
Amās
Amat
Amāmus
Amātis
Amant
Présent





J’aime
Tu aimes
Il/elle aime
Nous aimons
Vous aimez
Ils/elles aiment
Simple Present
Indicative



I love
You love
He/she/it loves
We love
You love
They love
Συνεχιζόμενος
(Εξακολουθητικός)
Ενεστώτας
Οριστική

Αγαπώ/ αγαπάω
Αγαπάς
Αγαπά/ αγαπάει
Αγαπάμε/ αγαπούμε
Αγαπάτε
Αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)
Continuous Present





I am loving
You are loving
He/ she/ it is loving
We are loving
You are loving
They are loving
Απλός
Μέλλοντας
Οριστική

Θα αγαπήσω
Θα αγαπήσεις
Θα αγαπήσει
Θα αγαπήσουμε
Θα αγαπήσετε
Θα αγαπήσουν




Ἀγαπήσω
Ἀγαπήσεις
Ἀγαπήσει
Ἀγαπήσομεν
Ἀγαπήσετε
Ἀγαπήσουσι(ν)
Futuro



Amerò
Amerai
Amerà
Ameremo
Amerete
Ameranno








Amābō
Amābis
Amābit
Amābimus
Amābitis
Amābunt
Futur



J’aimerai
Tu aimeras
Il/elle aimera
Nous aimerons
Vous aimerez
Ils/elles aimeront
Simple Future


I will love
You will love
He/she/it will love
We will love
You will love
They will love
Συνεχιζόμενος
Μέλλοντας
Οριστική

Θα αγαπώ/ αγαπάω
Θα αγαπάς
Θα αγαπά/ αγαπάει
Θα αγαπάμε/ αγαπούμε
Θα αγαπάτε
Θα αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)
Continuous future


I will be loving
You will be loving
He/ she/ it will be loving
We will be loving
You will be loving
They will be loving
Απλός
Αόριστος
Οριστική

Αγάπησα
Αγάπησες
Αγάπησε
Αγαπήσαμε
Αγαπήσατε
Αγάπησαν/
αγαπήσανε




Ἠγάπησα
Ἠγάπησας
Ἠγάπησε(ν)
Ἠγαπήσαμεν
Ἠγαπήσατε
Ἠγάπησαν
Passato
Definito


Amai
Amasti
Amò
Amammo
Amaste
Amarono
Passé
Simple

J’aimai
Tu aimas
Il/elle aima
Nous aimâmes
Vous aimâtes
Ils/elles aimèrent
Simple
Past

I loved
You loved
He/she/it loved
We loved
You loved
They loved
Παρατατικός
Οριστική


Αγαπούσα/ αγάπαγα
Αγαπούσες/ αγάπαγες
Αγαπούσε/ αγάπαγε
Αγαπούσαμε/
αγαπάγαμε
Αγαπούσατε
Αγαπούσαν(ε)/ αγάπαγαν/ αγαπάγανε




Ἠγάπων
Ἠγάπας
Ἠγάπα
Ἠγαπῶμεν
Ἠγαπᾶτε
Ἠγάπων
Imperfetto



Amavo
Amavi
Amava
Amavamo
Amavate
Amavano




Amābam
Amābās
Amābat
Amābāmus
Amābātis
Amābant
Imparfait



J’aimais
Tu aimais
Il/elle aimait
Nous aimions
Vous aimiez
Ils/elles aimaient
Imperfect



I was loving
You were loving
He/she/it was loving
We were loving
You were loving
They were loving
Παρακείμενος
Οριστική


Έχω αγαπήσει
Έχεις αγαπήσει
Έχει αγαπήσει
Έχουμε αγαπήσει
Έχετε αγαπήσει
Έχουν(ε)
αγαπήσει




Ἠγάπηκα
Ἠγάπηκας
Ἠγάπηκε
Ἠγαπήκαμεν
Ἠγαπήκατε
Ἠγαπήκασι
(ν)
Presente Perfetto


Ho amato
Hai amato
Ha amato
Abbiamo amato
Avete amato
Hanno amato




Amāvī
Amāvistī
Amāvit
Amāvimus
Amāvistis
Amāvērunt
Passé composé


J’ai aimé
Tu as aimé
Il/elle a aimé
Nous avons aimé
Vous avez aimé
Ils/elles ont aimé
Present
Perfect


I have loved
You have loved
He/she/it has loved
We have loved
You have loved
They have loved
Υπερσυντέλικος
Οριστική



Είχα αγαπήσει
Είχες αγαπήσει
Είχε αγαπήσει
Είχαμε αγαπήσει
Είχατε αγαπήσει
Είχαν(ε) αγαπήσει




Ἠγαπήκειν
Ἠγαπήκεις
Ἠγαπήκει
Ἠγαπήκεμεν
Ἠγαπήκετε
Ἠγαπήκεσαν
Passato
Perfetto


Avevo amato
Avevi amato
Aveva amato
Avevamo amato
Avevate
amato
Avevano
amato




Amāveram
Amāverās
Amāverat
Amāverāmus
Amāverātis
Amāverant
Plus-que-parfait


J’avais aimé
Tu avais aimé
Il/elle avait aimé
Nous avions aimé
Vous aviez aimé
Ils/elles avaient aimé
Pluperfect



I had loved
You had loved
He/she/it had loved
We had loved
You had loved
They had loved
Passato
Interiore

Ebbi amato
Avesti amato
Ebbe amato
Avemmo amato
Aveste amato
Ebbero amato






J’eus aimé
Tu eus aimé
Il/elle eut aimé
Nous eûmes
aimé
Vous eûtes
aimé
Ils/elles eurent aimé
Συντελεσμένος μέλλοντας
Οριστική

Θα έχω αγαπήσει
Θα έχεις αγαπήσει
Θα έχει αγαπήσει
Θα έχουμε αγαπήσει
Θα έχετε αγαπήσει
Θα έχουν(ε) αγαπήσει




Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔσομαι
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔσῃ/ ἔσει
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔσται
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἐσόμεθα
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔσεσθε
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔσονται
Futuro
Perfetto


Avrò amato
Avrai amato
Avrà amato
Avremo amato
Avrete amato
Avranno amato




Amāverō
Amāveris
Amāverit
Amāverimus
Amāveritis
Amāverint
Futur
Antérieur


J’ aurai aimé
Tu auras aimé
Il/elle aura aimé
Nous aurons aimé
Vous aurez aimé
Ils/elles auront aimé
Future
Perfect


I shall have loved
You will have loved
He/she/it will have loved
We will have loved
You will have loved
They will have loved
Απλός
Ενεστώτας
Υποτακτική

Να αγαπήσω
Να αγαπήσεις
Να αγαπήσει
Να αγαπήσουμε
Να αγαπήσετε
Να αγαπήσουν




Ἀγαπῶ
Ἀγαπᾷς
Ἀγαπᾷ
Ἀγαπῶμεν
Ἀγαπᾶτε
Ἀγαπῶσι(ν)
Presente
Congiutivo


Ami
Ami
Ami
Amiamo
Amiate
Amino




Amem
Amēs
Amet
Amēmus
Amētis
Ament
Present
Subjonctif


J’ aime
Tu aimes
Il/elle aime
Nous aimions
Vous aimiez
Ils/elles aiment

Simple Present
Subjuntive

I may love
You may love
He/ she/ it may love
We may love
You may love
They may love
Συνεχιζόμενος Ενεστώτας
Υποτακτική

Να αγαπώ/ αγαπάω
Να αγαπάς
Να αγαπά/
αγαπάει
Να αγαπάμε/
αγαπούμε
Να αγαπάτε
Να αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)
Continuous Present
Subjunctive

I may be loving
You may be loving
He/she/it may be loving
We may be loving
You may be loving
They may be loving
Congiutivo
Futuro

Amātūru
s, -a, um sim
Amātūrus, -a, um sīs
Amātūrus, -a, um sit
Amātūrī, -ae, -a simus
Amātūrī, -ae, -a sītis
Amātūrī, -ae, -a sint
Αόριστος
Υποτακτική

Να αγάπησα
Να αγάπησες
Να αγάπησε
Να αγαπήσαμε
Να αγαπήσατε
Να αγάπησαν(ε)




Ἀγαπήσω
Ἀγαπήσῃς
Ἀγαπήσῃ
Ἀγαπήσωμεν
Ἀγαπήσητε
Ἀγαπήσωσι(ν)
Παρατατικός
Υποτακτική



Να αγαπούσα/ αγάπαγα
Να αγαπούσες/ αγάπαγες
Να αγαπούσε/ αγάπαγε
Να αγαπούσαμε/
αγαπάγαμε
Να αγαπούσατε
Να αγαπούσαν(ε)/ αγάπαγαν/ αγαπάγανε
Imperfetto
Congiutivo


Amassi
Amassi
Amasse
Amassimo
Amaste
Amassero




Amarem
Amarēs
Amaret
Amarēmus
Amarētis
Amarent
Subjonctif
Imparfait


J’aimasse
Tu aimasses
Il/elle aimât
Nous aimassions
Vous aimassiez
Ils/elles aimassent
Past
Subjunctive


I might love
You might love
He might love
We might love
You might love
They might love
Παρακείμενος
Υποτακτική

Να έχω αγαπήσει
Να έχεις αγαπήσει
Να έχει αγαπήσει
Να έχουμε αγαπήσει
Να έχετε αγαπήσει
Να έχουν(ε) αγαπήσει




Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός

Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ᾖς
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός

Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ὦμεν
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ᾖτε
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ὦσιν

Passato
Congiutivo


Abbia amato
Abbia amato
Abbia amato
Abbiamo amato
Abbiate amato
Abbiano amato




Amāverim
Amāveris
Amāverit
Amāverimus
Amāveritis
Amāverint




J’aie aimé
Tu aies aimé
Il/elle ait aimé
Nous ayons aimé
Vous ayez aimé
Ils/elles aient
aimé
Perfect
Subjunctive

I may have loved
You may have loved
He/she/it may have loved
We may have loved
Υπερσυντέλικος
Υποτακτική

Να είχα αγαπήσει
Να είχες αγαπήσει
Να είχε αγαπήσει
Να είχαμε αγαπήσει
Να είχατε αγαπήσει
Να είχαν(ε) αγαπήσει
Passato Perfecto
Congiutivo


Avessi amato
Avessi amato
Avesse amato
Avessimo amato
Aveste amato
Avessero amato




Amāvissem
Amāvissēs
Amāvisset
Amāvissēmus
Amāvissētis
Amāvissent




J’eusse aimé
Tu eusses aimé
Il/elle eût aimé
Nous eussions aimé
Vous eussiez aimé
Ils/elles eussent aimé
Pluperfect
Subjunctive


I might have loved
You might have loved
He/she/it might have loved
We might have loved
You might have loved
They might have loved
Futuro
Perfetto
Congiutivo

Amātūrus, -a, um essem
Amātūrus, -a, um essēs
Amātūrus, -a, um esset
Amātūrī, -ae, -a essēmus
Amātūrī, -ae, -a essētis
Amātūrī, -ae, -a essent
Ενεστώτας
Υποθετικός

Θα αγαπούσα/ αγάπαγα
Θα αγαπούσες/ αγάπαγες
Θα αγαπούσε/ αγάπαγε
Θα αγαπούσαμε/
αγαπάγαμε
Θα αγαπούσατε
Θα αγαπούσαν(ε)/ αγάπαγαν/ αγαπάγανε
Presente Conditionale

Amerei
Ameresti
Amerebbe
Ameremmo
Amereste
Amerebbero
Conditionnel
Présent

J’aimerais
Tu aimerais
Il/elle aimerait
Nous aimerions
Vous aimeriez
Ils/elles aimeraient
Present
Conditional


I would love
You would love
He/ she/ it would love
We would love
You would love
They would love
Υπερσυντέλικος
Υποθετικός

Θα είχα αγαπήσει
Θα είχες αγαπήσει
Θα είχαμε αγαπήσει
Θα είχατε αγαπήσει
Θα είχαν(ε) αγαπήσει
Passato Conditionale



Avrei amato
Avresti amato
Avrebbe amato
Avremmo amato
Avreste amato
Avrebbero
amato
Conditionnel
Passé


J’aurais aimé
Tu aurais aimé
Il/elle aurait aimé
Nous aurions aimé
Vous auriez aimé
Ils/elles auraient aimé
Perfect
conditional


I would have loved
You would have loved
He/she/it would have loved
We would have loved
You would have loved
They would have loved
Απλή
Προστακτική
Ενεστώτα


Αγάπησε
(Μην αγαπήσεις)



Αγαπήστε
(Μην αγαπήσετε)





Ἀγάπα
Ἀγαπάτω




Ἀγαπᾶτε
Ἀγαπώντων
ἤ Ἀγαπάτωσαν
Imperativo




Ama
(non amare)
Ami

Amiano
Amate
(non amate)
Amino





Amā





Amāte
Imperatif




Aime




Aimons
Aimez
Imperative




Love
(don’t love)
Συνεχιζόμενη
Προστακτική
Ενεστώτα

Αγάπα/ αγάπαγε
(μην αγαπάς)


Αγαπάτε
(μην αγαπάτε)
Futuro
Imperativo

Amātō
Amātō

Amātōte
Amantō
Προστακτική
Αορίστου

Ἀγάπησον
Ἀγαπησάτω

Ἀγαπήσατε
Ἀγαπησάντων
ἤ Ἀγαπησάτωσαν

Προστακτική
Παρακειμένου

Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἴσθι
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔστω

Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔστε
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔστων
Απαρέμφατο

Ενεστώτα:
Να αγαπήσει
Αορίστου:
Να έχω αγαπήσει


Ενεστώτα:
Ἀγαπᾶν
Μέλλοντα:
Ἀγαπήσειν
Αορίστου:
Ἀγαπῆσαι
Παρακειμένου:
Ἠγαπηκέναι
Infinito

Presente:
Amare
Infinito

Presente: Amāre
Futuro:
Amātūrus, -a, um esse
Perfetto:
Amāvisse
Infinitif

Présent:
Aimer
Infinite

Present:
To love
Future:
To be going to love
Present Perfect:
To have loved
Μετοχή

Ενεστώτα:
αγαπώντας
Μετοχή

Ενεστώτα:
Ἀγαπῶν, -ῶσα, -ῶν
Μέλλοντα:
Ἀγαπήσων, -σουσα, - ῆσον
Αορίστου:
Ἀγαπήσας, -σασα, -ῆσαν
Παρακειμένου:
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
Participio

Presente:
Amante
Futuro
-
Perfetto:
Amato
Participio

Presente:
Amāns
Futuro:
Amātūrus, -a, -um
Perfetto:
Amātus, -a, -um
Participe

Présent:
Aimant
Futur:
-
Passé:
Aimé
Participle

Present:
Loving
Future:
Going to love
Perfect:
loved
Γερούνδιο

Ενεστώτα:
Αγαπώντας
Αορίστου/ Παρακειμένου:
Έχοντας αγαπήσει
Gerundio

Presente:
Amando
Passato:
Avendo amato
Gerundio

Presente:
Amandum, ī, ō
Gerund

Present:
Loving
Past:
Having loved
Gerundive

Amandus, -a, -um
Gerundive

Requiring to be loved

No comments: