Tuesday, 29 April 2008

Grammar - Tenses of Main Verbs

ΕνεστώταςΜέλλονταςΑόριστοςΠαρατατικόςΠροστακτική
αγαπάω (ώ)θα αγαπήσωαγάπησααγαπούσα/
αγάπαγα
αγάπησε (αγάπα)/
αγαπήστε
αγοράζωθα αγοράσωαγόρασααγόραζααγόρασε/
αγοράστε
αισθάνομαιθα αισθανθώαισθάνθηκααισθανόμουν(α)-/
αισθανθείτε
ακούωθα ακούσωάκουσαάκουγαάκου(σε)/
ακούστε
αλλάζωθα αλλάξωάλλαξαάλλαζαάλλαξε/
αλλάξτε
ανάβωθα ανάψωάναψαάναβαάναψε/
ανάψτε
ανακατεύωθα ανακατέψωανακάτεψαανακάτευαανακάτεψε/
ανακατέψτε
ανεβαίνωθα ανεβώ/
θα ανέβω
ανέβηκαανέβαιναανέβα/
ανεβείτε
ανοίγωθα ανοίξωάνοιξαάνοιγαάνοιξε/
ανοίξτε
απαγορεύωθα απαγορέψω/
θα απαγορεύσω
απαγόρεψα/
απαγόρευσα
απαγόρευααπαγόρεψε/απαγόρευσε/
απαγορέψτε/
απαγορεύστε
απαντάω (ώ)θα απαντήσωαπάντησααπαντούσα/ απάνταγααπάντησε (απάντα)/
απαντήστε
αρχίζωθα αρχίσωάρχισαάρχιζαάρχισε/
αρχίστε
αφήνωθα αφήσωάφησαάφηναάφησε (άσε)/
αφήστε (άστε)
βάζωθα βάλωέβαλαέβαζαβάλε/
βάλτε
βαριέμαιθα βαρεθώβαρέθηκαβαριόμουν(α)-
βάφωθα βάψωέβαψαέβαφαβάψε/
βάψτε
βγάζωθα βγάλωέβγαλαέβγαζαβγάλε/
βγάλτε
βγαίνωθα βγωβγήκαέβγαιναβγες (έβγα)/
βγείτε (βγέστε)
βιάζομαιθα βιαστώβιάστηκαβιαζόμουν(α)βιάσου/
βιαστείτε
βλέπωθα δωείδαέβλεπαδες/
δείτε (δέστε)
βοηθάω (ώ)θα βοηθήσωβοήθησαβοηθούσα/
βοήθαγα
βοήθησε (βοήθα)/
βοηθήστε
βρίσκωθα βρωβρήκαέβρισκαβρες/
βρείτε (βρέστε)
βρίσκομαιθα βρεθώβρέθηκαβρισκόμουν(α)-/
βρεθείτε
γελάω (ώ)θα γελάσωγέλασαγελούσα/
γέλαγα
γέλασε (γέλα)/
γελάστε
γεννιέμαιθα γεννηθώγεννήθηκαγεννιόμουν(α)γεννήσου/
γεννηθείτε
γίνομαιθα γίνωέγιναγινόμουν(α)γίνε/
γίνετε
γιορτάζωθα γιορτάσωγιόρτασαγιόρταζαγιόρτασε/
γιορτάστε
γνωρίζωθα γνωρίσωγνώρισαγνώριζαγνώρισε/
γνωρίστε
γράφωθα γράψωέγραψαέγραφαγράψε/
γράψτε
γυρίζωθα γυρίσωγύρισαγύριζαγύρισε/
γυρίστε
δανείζωθα δανείσωδάνεισαδάνειζαδάνεισε/
δανείστε
διαβάζωθα διαβάσωδιάβασαδιάβαζαδιάβασε/
διαβάστε
διαφωνώθα διαφωνήσωδιαφώνησαδιαφωνούσαδιαφώνησε/
διαφωνήστε
δίνωθα δώσωέδωσαέδιναδώσε/
δώστε
διψάω (ώ)θα διψάσωδίψασαδιψούσα/
δίψαγα
δίψασε (δίψα)/
διψάστε
δουλεύωθα δουλέψωδούλεψαδούλευαδούλεψε/
δουλέψτε
είμαιθα είμαιήμουν(α)ήμουν(α)-
ελπίζωθα ελπίσωήλπισα/
έλπισα
ήλπιζα/
έλπιζα
έλπισε/
ελπίστε
επαναλαμβάνωθα επαναλάβωεπανέλαβαεπαναλάμβαναεπανάλαβε/
επαναλάβετε
επισκέπτομαιθα επισκεφτώεπισκέφτηκαεπισκεφτόμουν(α)επισκέψου/
επισκεφτείτε
επιτρέπωθα επιτρέψωεπέτρεψαεπέτρεπαεπίτρεψε/
επιτρέψτε
έρχομαιθα έρθωήρθαερχόμουν(α)έλα/
ελάτε
ερωτεύομαιθα ερωτευτώερωτεύτηκαερωτευόμουν(α)ερωτέψου/
ερωτευτείτε
ετοιμάζωθα ετοιμάσωετοίμασαετοίμαζαετοίμασε/
ετοιμάστε
ετοιμάζομαιθα ετοιμαστώετοιμάστηκαετοιμαζόμουν(α)ετοιμάσου/
ετοιμαστείτε
ευχαριστώθα ευχαριστήσωευχαρίστησαευχαριστούσαευχαρίστησε/
ευχαριστήστε
έχωθα έχωείχαείχα-
ζεσταίνομαιθα ζεσταθώζεστάθηκαζεσταινόμουν(α)-/
ζεσταθείτε
ζητάω (ώ)θα ζητήσωζήτησαζητούσα/
ζήταγα
ζήτησε (ζήτα)/
ζητήστε
ζωθα ζήσωέζησαζούσαζήσε/
ζήστε
ζωγραφίζωθα ζωγραφίσωζωγράφισαζωγράφιζαζωγράφισε/
ζωγραφίστε
θέλωθα θελήσωθέλησαήθελαθέλησε/
θελήστε
θυμάμαιθα θυμηθώθυμήθηκαθυμόμουν(α)θυμήσου/
θυμηθείτε
θυμώνωθα θυμώσωθύμωσαθύμωναθύμωσε/
θυμώστε
καθαρίζωθα καθαρίσωκαθάρισακαθάριζακαθάρισε/
καθαρίστε
κάθομαιθα καθίσω
(θα κάτσω)
κάθισα
(έκατσα)
καθόμουν(α)κάθισε (κάτσε)/
καθίστε
κάνωθα κάνωέκαναέκανακάνε/
κάντε
καπνίζωθα καπνίσωκάπνισακάπνιζακάπνισε/
καπνίστε
καταλαβαίνωθα καταλάβωκατάλαβακαταλάβαινακατάλαβε/
καταλάβετε
καταφέρνωθα καταφέρωκατάφερακατάφερνακατάφερε/
καταφέρετε
κατεβαίνωθα κατεβώ/
θα κατέβω
κατέβηκακατέβαινακατέβα/
κατεβείτε
κερδίζωθα κερδίσωκέρδισακέρδιζακέρδισε/
κερδίστε
κλείνωθα κλείσωέκλεισαέκλεινακλείσε/
κλείστε
κόβωθα κόψωέκοψαέκοβακόψε/
κόψτε
κοιμάμαιθα κοιμηθώκοιμήθηκακοιμόμουν(α)κοιμήσου/
κοιμηθείτε
κοιτάζωθα κοιτάξωκοίταξακοίταζακοίταξε (κοίτα)/
κοιτάξτε
κολυμπάω (ώ)θα κολυμπήσωκολύμπησακολυμπούσα/
κολύμπαγα
κολύμπησε (κολύμπα)/
κολυμπήστε
κουράζομαιθα κουραστώκουράστηκακουραζόμουν(α)κουράσου/
κουραστείτε
κρατάω (ώ) θα κρατήσωκράτησακρατούσα/
κράταγα
κράτησε (κράτα)/
κρατήστε
κρυώνω θα κρυώσωκρύωσακρύωνακρύωσε/
κρυώστε
λατρεύω θα λατρέψωλάτρεψαλάτρευαλάτρεψε/
λατρέψτε
λέ(γ)ωθα πωείπαέλεγαπες/
πείτε (πέστε)
λυπάμαιθα λυπηθώλυπήθηκαλυπόμουν(α)λυπήσου/
λυπηθείτε
μαγειρεύωθα μαγειρέψωμαγείρεψαμαγείρευαμαγείρεψε/
μαγειρέψτε
μαθαίνωθα μάθωέμαθαμάθαιναμάθε/
μάθετε
μεγαλώνωθα μεγαλώσωμεγάλωσαμεγάλωναμεγάλωσε/
μεγαλώστε
μένω θα μείνωέμειναέμεναμείνε/
μείνετε
μιλάω (ώ) θα μιλήσωμίλησαμιλούσα/
μίλαγα
μίλησε (μίλα)/
μιλήστε
μπαίνω θα μπωμπήκαέμπαιναμπες (έμπα)/
μπείτε (μπέστε)
μπορώ θα μπορέσωμπόρεσαμπορούσαμπόρεσε/
μπορέστε
νοικιάζωθα νοικιάσωνοίκιασανοίκιαζανοίκιασε/
νοικιάστε
νομίζω θα νομίσωνόμισανόμιζανόμισε/
νομίστε
ντύνομαι θα ντυθώντύθηκαντυνόμουν(α)ντύσου/
ντυθείτε
ξεκουράζομαιθα ξεκουραστώξεκουράστηκαξεκουραζόμουν(α)ξεκουράσου/
ξεκουραστείτε
ξέρω θα ξέρωήξεραήξερα-
ξεχνάω (ώ) θα ξεχάσωξέχασαξεχνούσα/
ξέχναγα
ξέχασε (ξέχνα)/
ξεχάστε
ξυπνάω (ώ)θα ξυπνήσωξύπνησαξυπνούσα/
ξύπναγα
ξύπνησε (ξύπνα)/
ξυπνήστε
ξυρίζομαι θα ξυριστώξυρίστηκαξυριζόμουν(α)ξυρίσου/
ξυριστείτε
οδηγώ θα οδηγήσωοδήγησαοδηγούσαοδήγησε/
οδηγήστε
ονομάζομαι θα ονομαστώονομάστηκαονομαζόμουν(α)ονομάζομαι/
ονομαστείτε
παίζω θα παίξωέπαιξαέπαιζαπαίξε/
παίξτε
παίρνω θα πάρωπήραέπαιρναπάρε/
πάρτε
παντρεύομαι θα παντρευτώπαντρεύτηκαπαντρευόμουν(α)παντρέψου/
παντρευτείτε
παρακολουθώθα παρακολουθήσωπαρακολούθησαπαρακολουθούσαπαρακολούθησε/
παρακολουθήστε
παραπονιέμαιθα παραπονεθώπαραπονέθηκαπαραπονιόμουν(α)παραπονέσου/
παραπονεθείτε
παρκάρω θα παρκάρωπάρκαρα
(παρκάρισα)
πάρκαραπάρκαρε
(παρκάρισε)/
παρκάρετε
πάω (πηγαίνω)θα πάωπήγαπήγαιναπήγαινε/
πηγαίν(ε)τε (πάτε)
πεθαίνωθα πεθάνωπέθαναπέθαιναπέθανε/
πεθάνετε
πεινάω (ώ) θα πεινάσωπείνασαπεινούσα/
πείναγα
πείνασε (πείνα)/
πεινάστε
περιμένω θα περιμένωπερίμεναπερίμεναπερίμενε/
περιμένετε
περνάω (ώ) θα περάσωπέρασαπερνούσα/
πέρναγα
πέρασε (πέρνα)/
περάστε
περπατάω (ώ) θα περπατήσωπερπάτησαπερπατούσα/
περπάταγα
περπάτησε (περπάτα)/
περπατήστε
πίνω θα πιωήπιαέπιναπιες/
πιείτε (πιέστε)
πιστεύω θα πιστέψωπίστεψαπίστευαπίστεψε/
πιστέψτε
πλένω θα πλύνωέπλυναέπλεναπλύνε/
πλύν(ε)τε
πληροφορώθα πληροφορήσωπληροφόρησαπληροφορούσαπληροφόρησε/ πληροφορήστε
πληρώνω θα πληρώσωπλήρωσαπλήρωναπλήρωσε/
πληρώστε
ποτίζω θα ποτίσωπότισαπότιζαπότισε/
ποτίστε
πουλάω (ώ) θα πουλήσωπούλησαπουλούσα/
πούλαγα
πούλησε
(πούλα)/ πουλήστε
προσκαλώ θα προσκαλέσωπροσκάλεσαπροσκαλούσαπροσκάλεσε/
προσκαλέστε
προσπαθώ θα προσπαθήσωπροσπάθησαπροσπαθούσαπροσπάθησε/
προσπαθήστε
προσφέρω θα προσφέρωπρόσφερα/
προσέφερα
πρόσφερα/προσέφεραπρόσφερε/
προσφέρετε
προτείνωθα προτείνωπρότειναπρότειναπρότεινε/
προτείνετε
προτιμάω (ώ)θα προτιμήσωπροτίμησαπροτιμούσα/προτίμαγαπροτίμησε
(προτίμα)/
προτιμήστε
ρωτάω (ώ)θα ρωτήσωρώτησαρωτούσα/
ρώταγα
ρώτησε (ρώτα)/
ρωτήστε
σβήνω θα σβήσωέσβησαέσβηνασβήσε/
σβήστε
σηκώνομαι θα σηκωθώσηκώθηκασηκωνόμουν(α)σήκω/
σηκωθείτε
σιδερώνω θα σιδερώσωσιδέρωσασιδέρωνασιδέρωσε/
σιδερώστε
σκέφτομαι θα σκεφτώσκέφτηκασκεφτόμουν(α)σκέψου/
σκεφτείτε
σκοτώνω θα σκοτώσωσκότωσασκότωνασκότωσε/
σκοτώστε
σκουπίζω θα σκουπίσωσκούπισασκούπιζασκούπισε/
σκουπίστε
σπουδάζω θα σπουδάσωσπούδασασπούδαζασπούδασε/
σπουδάστε
σταματάω (ώ) θα σταμάτησωσταμάτησασταματούσα/ σταμάταγασταμάτησε (σταμάτα)/
σταματήστε
στέλνωθα στείλωέστειλαέστελναστείλε/
στείλτε
στενοχωρώθα στενοχωρώστενοχώρησαστενοχωρούσαστενοχώρησε/ στενοχωρήστε
συμφωνώθα συμφωνήσωσυμφώνησασυμφωνούσασυμφώνησε/
συμφωνήστε
συναντάω (ώ)θα συναντήσωσυνάντησασυναντούσασυνάντησε/
συναντήστε
συνεχίζωθα συνεχίσωσυνέχισασυνέχιζασυνέχισε/
συνεχίστε
ταξιδεύωθα ταξιδέψωταξίδεψαταξίδευαταξίδεψε/
ταξιδέψτε
τελειώνω θα τελειώσωτέλειωσα/
τελείωσα
τέλειωνα/
τελείωνα
τέλειωσε (τελείωσε)/
τελειώστε
τηλεφωνώ/
τηλεφωνάω (ώ)
θα τηλεφωνήσωτηλεφώνησατηλεφωνούσα/
τηλεφώναγα
τηλεφώνησε (τηλεφώνα)/
τηλεφωνήστε
τραγουδάω (ώ) θα τραγουδήσωτραγούδησατραγουδούσα/
τραγούδαγα
τραγούδησε (τραγούδα)/
τραγουδήστε
τρέχω θα τρέξωέτρεξαέτρεχατρέξε/
τρέξτε
τρώω θα φάωέφαγαέτρωγαφάε/
φάτε
υπάρχωθα υπάρξωυπήρξαυπήρχα-
υπογράφω θα υπογράψωυπέγραψα
(υπόγραψα)
υπέγραφα
(υπόγραφα)
υπόγραψε/
υπογράψτε
φέρνω θα φέρωέφεραέφερναφέρε/
φέρτε
φεύγω θα φύγωέφυγαέφευγαφύγε/
φύγετε
φοβάμαι θα φοβηθώφοβήθηκαφοβόμουν(α)-/
φοβηθείτε
φοράω (ώ) θα φορέσωφόρεσαφορούσαφόρεσε/
φορέστε
φροντίζωθα φροντίσωφρόντισαφρόντιζαφρόντισε/
φροντίστε
φτάνωθα φτάσωέφτασαέφταναφτάσε/
φτάστε
φτιάχνω θα φτιάξωέφτιαξαέφτιαχναφτιάξε/
φτιάξτε
χαιρετάω (ώ)θα χαιρετήσωχαιρέτησαχαιρετούσα/
χαιρέταγα
χαιρέτησε
(χαιρέτα)/
χαιρετήστε
χαίρομαι θα χαρώχάρηκαχαιρόμουν(α)-/
χαρείτε
χάνω θα χάσωέχασαέχαναχάσε/
χάστε
χαρίζω θα χαρίσωχάρισαχάριζαχάρισε/
χαρίστε
χορεύω θα χορέψωχόρεψαχόρευαχόρεψε/
χορέψτε
χρειάζομαι θα χρειαστώχρειάστηκαχρειαζόμουν(α)χρειάσου/
χρειαστείτε
χρησιμοποιώ θα χρησιμοποιήσωχρησιμοποίησαχρησιμοποιούσαχρησιμοποίησε/
χρησιμοποιήστε
χτενίζω θα χτενίσωχτένισαχτένιζαχτένισε/
χτενίστε
χτυπάω (ώ)θα χτυπήσωχτύπησαχτυπούσα/
χτύπαγα
χτύπησε
(χτύπα)/
χτυπήστε
ψάχνω θα ψάξωέψαξαέψαχναψάξε/
ψάξτε
ψωνίζωθα ψωνίσωψώνισαψώνιζαψώνισε/
ψωνίστε

Sunday, 20 April 2008

Grammar: A List of Verbs for Post - Beginners


Ελληνικά

English

Italian

French
αγαπάω (ώ)I loveamoj'aime
αγοράζωI buycomproj'achète
αισθάνομαιI feelsentoje (me) sens
ακούωI listen,
I hear
ascolto, sento, odoj'écoute, j'entends
αλλάζωI changecambio,
muto
je change
ανάβωI switch on, I turn on,
I light,
I kindle
accendoj'allume
ανακατεύωI mixmescoloje mélange
ανεβαίνωI go up,
I climb,
I ascend,
I get on
salgo, vado su, ascendoje monte
ανοίγωI openaproj'ouvre
απαγορεύωI forbid,
I prohibit
vieto, proibiscoje défends,
j'interdis
απαντάω (ώ)I answer,
I reply
rispondoje réponds
αρχίζωI start,
I begin
comincioje commence
αφήνωI leave,
I allow,
I let
lascio, permettoje laisse,
je permets

βάζωI put,
I place
metto, pongoje mets
βαριέμαιI am boredmi annoioje m'ennuie
βάφωI paint,
I decorate, I dye
dipingo, decoro, tingoje peins,
je décore
βγάζωI take out,
I remove,
I obtain,
I get
porto fuori, tolgo,
ottengo, prendo
je sors,
j'obtiens
βγαίνωI go outescoje sors
βιάζομαιI am in a hurry,
I hurry up
mi affretto,
ho fretta
je me dépêche,
je suis pressé
βλέπωI seevedoje vois
βοηθάωI help,
I assist
aiuto, assistoj'aide, j'assiste
βρίσκωI findtrovoje trouve
βρίσκομαιI am foundsono trovato/aje me trouve

γελάω (ώ)I laughridoje ris
γεννιέμαιI am bornnascoje nais
γίνομαιI becomediventoje deviens
γιορτάζωI celebratecelebro, festeggioje célèbre, je fête
γνωρίζωI knowconosco, soje connais,
je sais
γράφωI writescrivoj'écris
γυρίζωI returntornoje retourne

δανείζωI lendprestoje prête
διαβάζωI readleggoje lis
διαφωνώI disagreesono in disaccordo je suis en désaccord
δίνωI givedoje donne
διψάω (ώ)I am thirstyho setej'ai soif
δουλεύωI worklavoroje travaille

είμαιI amsonoje suis
ελπίζωI hopesperoj'espère
επαναλαμβάνωI repeatripetoje répète
επισκέπτομαιI visitvisitoje visite
επιτρέπωI allowpermettoje permets
έρχομαιI comevengoje viens
ερωτεύομαιI fall in love withmi innamoro dije tombe dans l'amour avec
ετοιμάζωI preparepreparoje prépare
ετοιμάζομαιI get readymi preparoje me prépare
ευχαριστώI thankringrazioje remercie
έχωI havehoj'ai

ζεσταίνομαιI feel hotho caldoj'ai chaud
ζητάω (ώ)I ask fordomandoje demande
ζωI livevivoje vis
ζωγραφίζωI paint,
I depict
dipingoje peins

θέλωI wantvoglioje veux
θυμάμαιI rememberricordoje me rappèle
θυμώνωI get angrymi arrabioje me fâche

καθαρίζωI cleanpuliscoje nettoie
κάθομαιI sitsiedoje m'assieds
κάνωI dofaccioje fais
καπνίζωI smokefumoje fume
καταλαβαίνωI understandcapiscoje comprends
καταφέρνωI manageriesco,
gestisco
je gère,
je réussi
κατεβαίνωI go down,
I descend,
I get off
discendo,
scendo
je descends
κερδίζωI gain,
I earn,
I win
guadagno, vincoje gagne
κλείνωI close,
I shut,
I switch off,
I reserve
chiudo,
spegno, riservo
je ferme,
j'éteins,
je réserve
κόβωI cuttaglioje coupe
κοιμάμαιI sleepdormoje dors
κοιτάζωI lookguardoje regarde
κολυμπάω (ώ)I swimnuotoje nage
κουράζομαιI get tiredmi stancoje me fatigue
κρατάω (ώ)I hold,
I keep
tengoje tiens
κρυώνωI feel coldho freddoj'ai froid

λατρεύωI adoreadoroj'adore
λέ(γ)ωI say, I telldicoje dis
λυπάμαιI am sorrymi dispiace,
mi rincresce
je suis désolé

μαγειρεύωI cookcucinoje cuisine
μαθαίνωI learnimparo, apprendoj'apprends
μεγαλώνωI growcrescoje grandis
μένωI stay,
I live
abito, rimango j'habite, je reste
μιλάω (ώ)I talk,
I speak
parlo, dicoje parle, je dis
μπαίνωI enter,
I go into
entroj'entre
μπορώI canpossoje peux

νοικιάζωI rent,
I hire
noleggio,
affitto
je loue
νομίζωI thinkpensoje pens
ντύνομαιI get dressedmi vestoje m'habille

ξεκουράζομαιI restmi riposoje me repose,
je me délasse
ξέρωI knowsoje sais,
je connais
ξεχνάω (ώ)I forgetdimenticoj'oublie
ξυπνάω (ώ)I wake upsveglio,
mi sveglio
je me réveille
ξυρίζομαιI shavemi radoje me rase

οδηγώI driveguidoje conduis
ονομάζομαιI am calledmi chiamoje m'appelle

παίζωI playgiocoje joue
παίρνωI takeprendoje prends
παντρεύομαιI get marriedmi sposoje me marie
παρακολουθώI watch,
I attend,
I follow
assisto a, seguo, osservo, guardoj'observe, je suis, je poursuis
παραπονιέμαιI complainmi lamento, mi lagnoje me plainds
παρκάρωI parkparcheggioje gare
πάω (πηγαίνω)I govadoje vais
πεθαίνωI diemuoioje meurs
πεινάω (ώ)I am hungryho famej'ai faim
περιμένωI wait for,
I await
aspetto,
attendo
j'attends
περνάω (ώ)I pass,
I pass by
passoje passe
περπατάω (ώ)I walkcamminoje marche
πίνωI drinkbevoje bois
πιστεύωI believecredoje crois
πλένωI washlavoje lave
πληροφορώI informinformoj'informe
πληρώνωI paypagoje paye
ποτίζωI waterannaffioj'arrose
πουλάω (ώ)I sellvendoje vends
προσκαλώI inviteinvitoj'invite
προσπαθώI tryprovoj'essaie
προσφέρωI offeroffroj'offre
προτείνωI suggestsuggeriscoje propose
προτιμάω (ώ)I preferpreferiscoje préfére

ρωτάω (ώ)I ask chiedo, domandoje demande

σβήνωI put out,
I switch off,
I turn off
spengoj'éteins
σηκώνομαιI get upmi alzoje me lève
σιδερώνωI ironstiroje repasse
σκέφτομαιI thinkpensoje pense
σκοτώνωI killuccidoje tue
σκουπίζωI sweepspazzoje balaye
σπουδάζωI study studioj'étudie
σταματάω (ώ)I stop,
I end
mi fermo, terminoje m'arrête, je cesse
στέλνωI sendmando,
spendisco,
invio
j'envoie
στενοχωρώI distress,
I worry,
I upset,
I annoy
affliggo, sconvolgo,rendo tristej'afflige, je gêne
συμφωνώI agree,
I consent
sono d'accordo con, assento, mi concilioje suis d'accord,
je conviens, je consens
συναντάω (ώ)I meetincontroje rencontre
συνεχίζωI continuecontinuoje continue

ταξιδεύωI travelviaggioje voyage
τελειώνωI finishfiniscoje finis
τηλεφωνάω (ώ)I telephonetelefonoje téléphone
τραγουδάω (ώ)I singcantoje chante
τρέχωI runcorroje cours
τρώωI eatmangioje mange

υπάρχωI existesistoj'existe
υπογράφωI signfirmoje signe

φέρνωI bringportoj'apporte, j'amene
φεύγωI leave,
I depart
parto, me ne vadoje pars
φοβάμαιI am afraid ofho paura dij'ai peur de
φοράω (ώ)I wearportoje porte
φροντίζωI take care of, I look afterbado, curo,
guardo
je prends soin de, je veille
φτάνωI arrivearrivoj'arrive
φτιάχνωI make,
I prepare, I repair
faccio, preparo, riparoje fais, je prépare, je ripare

χαιρετάω (ώ)I greetsalutoje salue
χαίρομαιI am happy/gladsono contento/aje suis heureux, je me réjouis, j'ai du plaisir
χάνωI lose,
I waste
perdoje perds
χαρίζωI donate,
I give as a gift
dono, regaloje donne, je fais cadeau
χορεύωI danceballoje danse
χρειάζομαιI needho bisogno dij'ai besoin
χρησιμοποιώI useusoj'utilise
χτενίζωI combpettinoje peigne, je coiffe
χτυπάω (ώ)I hit,
I knock,
I beat
colpisco,
busso,
(s)batto
je bats

ψάχνωI searchcercoje cherche
ψωνίζωI shopfaccio le speseje fais des achats/
des emplettes
des courses

μου αρέσει/ ουνI likemi piace/piacconoj'aime
υπάρχει/ ουνThere is/arec'è, ci sonoil y a
πρέπει(I) have to dev(o), bisogna(je) doi(s),
il faut
χρειάζεταιIt needsci vuoleil est nécessaire
γίνεταιIt happens, it takes placeaccade, avvienese passe, il a lieu
συμβαίνειIt happens, it occursaccade, succedese passe, arrive

Thursday, 10 April 2008

Grammar - Verb- Active Voice



ΑΓΑΠΩ - AMARE – LOVE
ACTIVE VOICE
ΕλληνικάΑρχαία ΕλληνικάItalian LatinFrenchEnglish
Απλός
(Στιγμιαίος)
Ενεστώτας
Οριστική

Αγαπώ/
αγαπάω
Αγαπάς
Αγαπά/
αγαπάει
Αγαπάμε/
αγαπούμε
Αγαπάτε
Αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)











Ἀγαπῶ
Ἀγαπᾷς
Ἀγαπᾷ
Ἀγαπῶμεν
Ἀγαπᾶτε
Ἀγαπῶσι(ν)
Presente Indicativo




Amo
Ami
Ama
Amiamo
Amate
Amano
Presente Indicativo




Amō
Amās
Amat
Amāmus
Amātis
Amant
Présent





J’aime
Tu aimes
Il/elle aime
Nous aimons
Vous aimez
Ils/elles aiment
Simple Present
Indicative



I love
You love
He/she/it loves
We love
You love
They love
Συνεχιζόμενος
(Εξακολουθητικός)
Ενεστώτας
Οριστική

Αγαπώ/ αγαπάω
Αγαπάς
Αγαπά/ αγαπάει
Αγαπάμε/ αγαπούμε
Αγαπάτε
Αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)
Continuous Present





I am loving
You are loving
He/ she/ it is loving
We are loving
You are loving
They are loving
Απλός
Μέλλοντας
Οριστική

Θα αγαπήσω
Θα αγαπήσεις
Θα αγαπήσει
Θα αγαπήσουμε
Θα αγαπήσετε
Θα αγαπήσουν




Ἀγαπήσω
Ἀγαπήσεις
Ἀγαπήσει
Ἀγαπήσομεν
Ἀγαπήσετε
Ἀγαπήσουσι(ν)
Futuro



Amerò
Amerai
Amerà
Ameremo
Amerete
Ameranno








Amābō
Amābis
Amābit
Amābimus
Amābitis
Amābunt
Futur



J’aimerai
Tu aimeras
Il/elle aimera
Nous aimerons
Vous aimerez
Ils/elles aimeront
Simple Future


I will love
You will love
He/she/it will love
We will love
You will love
They will love
Συνεχιζόμενος
Μέλλοντας
Οριστική

Θα αγαπώ/ αγαπάω
Θα αγαπάς
Θα αγαπά/ αγαπάει
Θα αγαπάμε/ αγαπούμε
Θα αγαπάτε
Θα αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)
Continuous future


I will be loving
You will be loving
He/ she/ it will be loving
We will be loving
You will be loving
They will be loving
Απλός
Αόριστος
Οριστική

Αγάπησα
Αγάπησες
Αγάπησε
Αγαπήσαμε
Αγαπήσατε
Αγάπησαν/
αγαπήσανε




Ἠγάπησα
Ἠγάπησας
Ἠγάπησε(ν)
Ἠγαπήσαμεν
Ἠγαπήσατε
Ἠγάπησαν
Passato
Definito


Amai
Amasti
Amò
Amammo
Amaste
Amarono
Passé
Simple

J’aimai
Tu aimas
Il/elle aima
Nous aimâmes
Vous aimâtes
Ils/elles aimèrent
Simple
Past

I loved
You loved
He/she/it loved
We loved
You loved
They loved
Παρατατικός
Οριστική


Αγαπούσα/ αγάπαγα
Αγαπούσες/ αγάπαγες
Αγαπούσε/ αγάπαγε
Αγαπούσαμε/
αγαπάγαμε
Αγαπούσατε
Αγαπούσαν(ε)/ αγάπαγαν/ αγαπάγανε




Ἠγάπων
Ἠγάπας
Ἠγάπα
Ἠγαπῶμεν
Ἠγαπᾶτε
Ἠγάπων
Imperfetto



Amavo
Amavi
Amava
Amavamo
Amavate
Amavano




Amābam
Amābās
Amābat
Amābāmus
Amābātis
Amābant
Imparfait



J’aimais
Tu aimais
Il/elle aimait
Nous aimions
Vous aimiez
Ils/elles aimaient
Imperfect



I was loving
You were loving
He/she/it was loving
We were loving
You were loving
They were loving
Παρακείμενος
Οριστική


Έχω αγαπήσει
Έχεις αγαπήσει
Έχει αγαπήσει
Έχουμε αγαπήσει
Έχετε αγαπήσει
Έχουν(ε)
αγαπήσει




Ἠγάπηκα
Ἠγάπηκας
Ἠγάπηκε
Ἠγαπήκαμεν
Ἠγαπήκατε
Ἠγαπήκασι
(ν)
Presente Perfetto


Ho amato
Hai amato
Ha amato
Abbiamo amato
Avete amato
Hanno amato




Amāvī
Amāvistī
Amāvit
Amāvimus
Amāvistis
Amāvērunt
Passé composé


J’ai aimé
Tu as aimé
Il/elle a aimé
Nous avons aimé
Vous avez aimé
Ils/elles ont aimé
Present
Perfect


I have loved
You have loved
He/she/it has loved
We have loved
You have loved
They have loved
Υπερσυντέλικος
Οριστική



Είχα αγαπήσει
Είχες αγαπήσει
Είχε αγαπήσει
Είχαμε αγαπήσει
Είχατε αγαπήσει
Είχαν(ε) αγαπήσει




Ἠγαπήκειν
Ἠγαπήκεις
Ἠγαπήκει
Ἠγαπήκεμεν
Ἠγαπήκετε
Ἠγαπήκεσαν
Passato
Perfetto


Avevo amato
Avevi amato
Aveva amato
Avevamo amato
Avevate
amato
Avevano
amato




Amāveram
Amāverās
Amāverat
Amāverāmus
Amāverātis
Amāverant
Plus-que-parfait


J’avais aimé
Tu avais aimé
Il/elle avait aimé
Nous avions aimé
Vous aviez aimé
Ils/elles avaient aimé
Pluperfect



I had loved
You had loved
He/she/it had loved
We had loved
You had loved
They had loved
Passato
Interiore

Ebbi amato
Avesti amato
Ebbe amato
Avemmo amato
Aveste amato
Ebbero amato






J’eus aimé
Tu eus aimé
Il/elle eut aimé
Nous eûmes
aimé
Vous eûtes
aimé
Ils/elles eurent aimé
Συντελεσμένος μέλλοντας
Οριστική

Θα έχω αγαπήσει
Θα έχεις αγαπήσει
Θα έχει αγαπήσει
Θα έχουμε αγαπήσει
Θα έχετε αγαπήσει
Θα έχουν(ε) αγαπήσει




Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔσομαι
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔσῃ/ ἔσει
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔσται
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἐσόμεθα
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔσεσθε
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔσονται
Futuro
Perfetto


Avrò amato
Avrai amato
Avrà amato
Avremo amato
Avrete amato
Avranno amato




Amāverō
Amāveris
Amāverit
Amāverimus
Amāveritis
Amāverint
Futur
Antérieur


J’ aurai aimé
Tu auras aimé
Il/elle aura aimé
Nous aurons aimé
Vous aurez aimé
Ils/elles auront aimé
Future
Perfect


I shall have loved
You will have loved
He/she/it will have loved
We will have loved
You will have loved
They will have loved
Απλός
Ενεστώτας
Υποτακτική

Να αγαπήσω
Να αγαπήσεις
Να αγαπήσει
Να αγαπήσουμε
Να αγαπήσετε
Να αγαπήσουν




Ἀγαπῶ
Ἀγαπᾷς
Ἀγαπᾷ
Ἀγαπῶμεν
Ἀγαπᾶτε
Ἀγαπῶσι(ν)
Presente
Congiutivo


Ami
Ami
Ami
Amiamo
Amiate
Amino




Amem
Amēs
Amet
Amēmus
Amētis
Ament
Present
Subjonctif


J’ aime
Tu aimes
Il/elle aime
Nous aimions
Vous aimiez
Ils/elles aiment

Simple Present
Subjuntive

I may love
You may love
He/ she/ it may love
We may love
You may love
They may love
Συνεχιζόμενος Ενεστώτας
Υποτακτική

Να αγαπώ/ αγαπάω
Να αγαπάς
Να αγαπά/
αγαπάει
Να αγαπάμε/
αγαπούμε
Να αγαπάτε
Να αγαπάν/ αγαπάνε/ αγαπούν(ε)
Continuous Present
Subjunctive

I may be loving
You may be loving
He/she/it may be loving
We may be loving
You may be loving
They may be loving
Congiutivo
Futuro

Amātūru
s, -a, um sim
Amātūrus, -a, um sīs
Amātūrus, -a, um sit
Amātūrī, -ae, -a simus
Amātūrī, -ae, -a sītis
Amātūrī, -ae, -a sint
Αόριστος
Υποτακτική

Να αγάπησα
Να αγάπησες
Να αγάπησε
Να αγαπήσαμε
Να αγαπήσατε
Να αγάπησαν(ε)




Ἀγαπήσω
Ἀγαπήσῃς
Ἀγαπήσῃ
Ἀγαπήσωμεν
Ἀγαπήσητε
Ἀγαπήσωσι(ν)
Παρατατικός
Υποτακτική



Να αγαπούσα/ αγάπαγα
Να αγαπούσες/ αγάπαγες
Να αγαπούσε/ αγάπαγε
Να αγαπούσαμε/
αγαπάγαμε
Να αγαπούσατε
Να αγαπούσαν(ε)/ αγάπαγαν/ αγαπάγανε
Imperfetto
Congiutivo


Amassi
Amassi
Amasse
Amassimo
Amaste
Amassero




Amarem
Amarēs
Amaret
Amarēmus
Amarētis
Amarent
Subjonctif
Imparfait


J’aimasse
Tu aimasses
Il/elle aimât
Nous aimassions
Vous aimassiez
Ils/elles aimassent
Past
Subjunctive


I might love
You might love
He might love
We might love
You might love
They might love
Παρακείμενος
Υποτακτική

Να έχω αγαπήσει
Να έχεις αγαπήσει
Να έχει αγαπήσει
Να έχουμε αγαπήσει
Να έχετε αγαπήσει
Να έχουν(ε) αγαπήσει




Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός

Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ᾖς
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός

Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ὦμεν
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ᾖτε
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ὦσιν

Passato
Congiutivo


Abbia amato
Abbia amato
Abbia amato
Abbiamo amato
Abbiate amato
Abbiano amato




Amāverim
Amāveris
Amāverit
Amāverimus
Amāveritis
Amāverint




J’aie aimé
Tu aies aimé
Il/elle ait aimé
Nous ayons aimé
Vous ayez aimé
Ils/elles aient
aimé
Perfect
Subjunctive

I may have loved
You may have loved
He/she/it may have loved
We may have loved
Υπερσυντέλικος
Υποτακτική

Να είχα αγαπήσει
Να είχες αγαπήσει
Να είχε αγαπήσει
Να είχαμε αγαπήσει
Να είχατε αγαπήσει
Να είχαν(ε) αγαπήσει
Passato Perfecto
Congiutivo


Avessi amato
Avessi amato
Avesse amato
Avessimo amato
Aveste amato
Avessero amato




Amāvissem
Amāvissēs
Amāvisset
Amāvissēmus
Amāvissētis
Amāvissent




J’eusse aimé
Tu eusses aimé
Il/elle eût aimé
Nous eussions aimé
Vous eussiez aimé
Ils/elles eussent aimé
Pluperfect
Subjunctive


I might have loved
You might have loved
He/she/it might have loved
We might have loved
You might have loved
They might have loved
Futuro
Perfetto
Congiutivo

Amātūrus, -a, um essem
Amātūrus, -a, um essēs
Amātūrus, -a, um esset
Amātūrī, -ae, -a essēmus
Amātūrī, -ae, -a essētis
Amātūrī, -ae, -a essent
Ενεστώτας
Υποθετικός

Θα αγαπούσα/ αγάπαγα
Θα αγαπούσες/ αγάπαγες
Θα αγαπούσε/ αγάπαγε
Θα αγαπούσαμε/
αγαπάγαμε
Θα αγαπούσατε
Θα αγαπούσαν(ε)/ αγάπαγαν/ αγαπάγανε
Presente Conditionale

Amerei
Ameresti
Amerebbe
Ameremmo
Amereste
Amerebbero
Conditionnel
Présent

J’aimerais
Tu aimerais
Il/elle aimerait
Nous aimerions
Vous aimeriez
Ils/elles aimeraient
Present
Conditional


I would love
You would love
He/ she/ it would love
We would love
You would love
They would love
Υπερσυντέλικος
Υποθετικός

Θα είχα αγαπήσει
Θα είχες αγαπήσει
Θα είχαμε αγαπήσει
Θα είχατε αγαπήσει
Θα είχαν(ε) αγαπήσει
Passato Conditionale



Avrei amato
Avresti amato
Avrebbe amato
Avremmo amato
Avreste amato
Avrebbero
amato
Conditionnel
Passé


J’aurais aimé
Tu aurais aimé
Il/elle aurait aimé
Nous aurions aimé
Vous auriez aimé
Ils/elles auraient aimé
Perfect
conditional


I would have loved
You would have loved
He/she/it would have loved
We would have loved
You would have loved
They would have loved
Απλή
Προστακτική
Ενεστώτα


Αγάπησε
(Μην αγαπήσεις)



Αγαπήστε
(Μην αγαπήσετε)





Ἀγάπα
Ἀγαπάτω




Ἀγαπᾶτε
Ἀγαπώντων
ἤ Ἀγαπάτωσαν
Imperativo




Ama
(non amare)
Ami

Amiano
Amate
(non amate)
Amino





Amā





Amāte
Imperatif




Aime




Aimons
Aimez
Imperative




Love
(don’t love)
Συνεχιζόμενη
Προστακτική
Ενεστώτα

Αγάπα/ αγάπαγε
(μην αγαπάς)


Αγαπάτε
(μην αγαπάτε)
Futuro
Imperativo

Amātō
Amātō

Amātōte
Amantō
Προστακτική
Αορίστου

Ἀγάπησον
Ἀγαπησάτω

Ἀγαπήσατε
Ἀγαπησάντων
ἤ Ἀγαπησάτωσαν

Προστακτική
Παρακειμένου

Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἴσθι
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
ἔστω

Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔστε
Ἠγαπηκότες, -υῖαι, -ότα
ἔστων
Απαρέμφατο

Ενεστώτα:
Να αγαπήσει
Αορίστου:
Να έχω αγαπήσει


Ενεστώτα:
Ἀγαπᾶν
Μέλλοντα:
Ἀγαπήσειν
Αορίστου:
Ἀγαπῆσαι
Παρακειμένου:
Ἠγαπηκέναι
Infinito

Presente:
Amare
Infinito

Presente: Amāre
Futuro:
Amātūrus, -a, um esse
Perfetto:
Amāvisse
Infinitif

Présent:
Aimer
Infinite

Present:
To love
Future:
To be going to love
Present Perfect:
To have loved
Μετοχή

Ενεστώτα:
αγαπώντας
Μετοχή

Ενεστώτα:
Ἀγαπῶν, -ῶσα, -ῶν
Μέλλοντα:
Ἀγαπήσων, -σουσα, - ῆσον
Αορίστου:
Ἀγαπήσας, -σασα, -ῆσαν
Παρακειμένου:
Ἠγαπηκώς, -υῖα, -ός
Participio

Presente:
Amante
Futuro
-
Perfetto:
Amato
Participio

Presente:
Amāns
Futuro:
Amātūrus, -a, -um
Perfetto:
Amātus, -a, -um
Participe

Présent:
Aimant
Futur:
-
Passé:
Aimé
Participle

Present:
Loving
Future:
Going to love
Perfect:
loved
Γερούνδιο

Ενεστώτα:
Αγαπώντας
Αορίστου/ Παρακειμένου:
Έχοντας αγαπήσει
Gerundio

Presente:
Amando
Passato:
Avendo amato
Gerundio

Presente:
Amandum, ī, ō
Gerund

Present:
Loving
Past:
Having loved
Gerundive

Amandus, -a, -um
Gerundive

Requiring to be loved