Οι αρβύλες μου,
οι κάλτσες, είχαν στεγνώσει. Κοίταξα έξω από ένα φεγγίτη.
-
Σταμάτησε
η βροχή, είπα. Έχει αστροφεγγιά. Πάω να φορτώσω. Θα βρω το δρόμο μοναχός μου. Γεια
σου.
-
Αν φοβάσαι
να μείνεις εδώ, να σου φέρω τις σφαίρες από το τουφέκι του γιου μου, να τις βάλεις
στην τσέπη σου. Τι σ’ έπιασε ξαφνικά;
Δεν αποκρίθηκα. Ήθελα
να φύγω. Πέρασε απ’ το νου μου μια σκέψη: Μήπως όλα τα ΄χα κάνει για τούτη την
κότα που έβραζε; Άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου.
-
Έχεις
μάνα;
-
Ναι.
-
Αν
θέλεις να σε ξαναδεί, κάτσε φρόνιμα. Μη σε ξεγελάει η αστροφεγγιά. Το ποτάμι,
που θα περάσεις, έχει φουσκώσει. Θα πνιγείς σε βουρκόνερα. Γλίτωσες από πνίξιμο· θα σε κομματιάσουν οι λύκοι.
-
Ένα μήνα, που περπατάω,
δεν έχω δει ένα λύκο.
-
Γιατί περπατάτε πολλοί
μαζί. Φοβούνται το σαματά κι αλαργεύουν.
Μου ΄δωσε το
τσίπουρο. Έβαλε σ’ ένα βαθύ πιάτο φαΐ και το πήγε του γιου του.
Γέμισε μια γαβάθα
ζουμί και μου το ΄δωσε.
Νίκος
Καββαδίας, «Του πολέμου. Στο άλογό μου», Άγρα: Αθήνα 1987, σσ. 26-27.