Identify and underline the verbs of the text. Then form the verbs in all the tenses of the indicative mood.
Μας άνοιξε η γυναίκα του σπιτιού, μια ρωμιά, ο
άντρας της δούλευε λογιστής σ’ ελαιουργείο κι έλειπε. Μπήκαμε με τον αέρα συγγενών
που φέρνουν από τον μπακάλη και τίποτα τυρί, κονσέρβες, για να μην έρθουν
μεσημεριάτικο με άδεια χέρια. Θα μέναμε προσωρινά, ως το βράδι έπρεπε να
κανονιστεί το ζήτημα της καινούργιας κατοικίας. Η γυναίκα μας έκανε καφέ, μας
έκλεισε σ’ ένα μελαγχολικό σαλόνι κι έφυγε να κοιτάξει το νοικοκυριό της. Με
μιλούσε καθόλου, μόνο τα τυπικά. Μπορεί και να μην της άρεσαν αυτές οι δουλειές
που είχε μπλεχτεί ο άντρας της. Ο Φωτερός άναψε τσιγάρο, φυσούσε συνέχεια τον
καπνό απ’ τα ρουθούνια και με περιφρονητική ματιά εξέταζε τα κάδρα, τις
εταζερίτσες με τα γιαπωνέζικα βαζάκια της βιτρίνας.
Στρατής Τσίρκας, «Η νυχτερίδα», Κέδρος: Αθήνα,
1993, σ. 145.
Key to exercise
Μας άνοιξε η γυναίκα του σπιτιού, μια
ρωμιά, ο άντρας της δούλευε λογιστής σ’ ελαιουργείο κι έλειπε. Μπήκαμε
με τον αέρα συγγενών που φέρνουν από τον μπακάλη και τίποτα τυρί,
κονσέρβες, για να μην έρθουν μεσημεριάτικο με άδεια χέρια. Θα μέναμε
προσωρινά, ως το βράδι έπρεπε να κανονιστεί το ζήτημα της
καινούργιας κατοικίας. Η γυναίκα μας έκανε καφέ, μας έκλεισε σ’
ένα μελαγχολικό σαλόνι κι έφυγε να κοιτάξει το νοικοκυριό της. Με
μιλούσε καθόλου, μόνο τα τυπικά. Μπορεί και να μην της άρεσαν
αυτές οι δουλειές που είχε μπλεχτεί ο άντρας της. Ο Φωτερός άναψε
τσιγάρο, φυσούσε συνέχεια τον καπνό απ’ τα ρουθούνια και με
περιφρονητική ματιά εξέταζε τα κάδρα, τις εταζερίτσες με τα γιαπωνέζικα
βαζάκια της βιτρίνας.
Στρατής Τσίρκας, «Η νυχτερίδα», Κέδρος: Αθήνα,
1993, σ. 145.
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
ανοίγει
|
ΠΡΤ.
|
άνοιγε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα ανοίξει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα ανοίγει
|
ΑΟΡ.
|
άνοιξε
|
ΠΑΡ.
|
έχει ανοίξει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε ανοίξει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει ανοίξει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
δουλεύει
|
ΠΡΤ.
|
δούλευε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα δουλέψει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα δουλεύει
|
ΑΟΡ.
|
δούλεψε
|
ΠΑΡ.
|
έχει δουλέψει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε δουλέψει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει δουλέψει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
λείπει
|
ΠΡΤ.
|
έλειπε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα λείψει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα λείπει
|
ΑΟΡ.
|
έλειψε
|
ΠΑΡ.
|
έχει λείψει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε λείψει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει λείψει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
μπαίνουμε
|
ΠΡΤ.
|
μπαίναμε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα μπούμε
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα μπαίνουμε
|
ΑΟΡ.
|
μπήκαμε
|
ΠΑΡ.
|
έχουμε μπει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχαμε μπει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχουμε μπει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
φέρνουν
|
ΠΡΤ.
|
έφερναν
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα φέρουν
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα φέρνουν
|
ΑΟΡ.
|
έφεραν
|
ΠΑΡ.
|
έχουν φέρει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχαν φέρει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχουν φέρει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
έρχονται
|
ΠΡΤ.
|
έρχονταν
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα έρθουν
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα έρχονται
|
ΑΟΡ.
|
ήρθαν
|
ΠΑΡ.
|
έχουν έρθει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχαν έρθει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχουν έρθει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
μένουμε
|
ΠΡΤ.
|
μέναμε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα μείνουμε
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα μένουμε
|
ΑΟΡ.
|
μείναμε
|
ΠΑΡ.
|
έχουμε μείνει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχαμε μείνει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχουμε
μείνει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
πρέπει
|
ΠΡΤ.
|
έπρεπε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα πρέπει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
κανονίζεται
|
ΠΡΤ.
|
κανονιζόταν
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα κανονιστεί
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα κανονίζεται
|
ΑΟΡ.
|
κανονίστηκε
|
ΠΑΡ.
|
έχει κανονιστεί
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε κανονιστεί
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει κανονιστεί
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
κάνει
|
ΠΡΤ.
|
έκανε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα κάνει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα κάνει
|
ΑΟΡ.
|
έκανε
|
ΠΑΡ.
|
έχει κάνει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε κάνει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει κάνει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
κλείνει
|
ΠΡΤ.
|
έκλεινε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα κλείσει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα κλείνει
|
ΑΟΡ.
|
έκλεισε
|
ΠΑΡ.
|
έχει κλείσει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε κλείσει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει κλείσει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
φεύγει
|
ΠΡΤ.
|
έφευγε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα φύγει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα φεύγει
|
ΑΟΡ.
|
έφυγε
|
ΠΑΡ.
|
έχει φύγει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε φύγει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει φύγει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
κοιτάζει
|
ΠΡΤ.
|
κοίταζε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα κοιτάξει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα κοιτάζει
|
ΑΟΡ.
|
κοίταξε
|
ΠΑΡ.
|
έχει κοιτάξει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε κοιτάξει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει κοιτάξει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
μιλά(ει)
|
ΠΡΤ.
|
μιλούσε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα μιλήσει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα μιλά(ει)
|
ΑΟΡ.
|
μίλησε
|
ΠΑΡ.
|
έχει μιλήσει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε μιλήσει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει μιλήσει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
μπορεί
|
ΠΡΤ.
|
μπορούσε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα μπορέσει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα μπορεί
|
ΑΟΡ.
|
μπόρεσε
|
ΠΑΡ.
|
έχει μπορέσει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε μπορέσει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει μπορέσει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
αρέσουν
|
ΠΡΤ.
|
άρεζαν (άρεσαν)
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα αρέσουν
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα αρέζουν (αρέσουν)
|
ΑΟΡ.
|
άρεσαν
|
ΠΑΡ.
|
έχουν αρέσει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχαν αρέσει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχουν αρέσει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
μπλέκει
|
ΠΡΤ.
|
έμπλεκε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα μπλέξει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα μπλέκει
|
ΑΟΡ.
|
έμπλεξε
|
ΠΑΡ.
|
έχει μπλέξει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε μπλέξει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει μπλέξει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
ανάβει
|
ΠΡΤ.
|
άναβε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα ανάψει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα ανάβει
|
ΑΟΡ.
|
άναψε
|
ΠΑΡ.
|
έχει ανάψει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε ανάψει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει ανάψει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
φυσά(ει)
|
ΠΡΤ.
|
φυσούσε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα φυσήξει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα φυσούσε
|
ΑΟΡ.
|
φύσηξε
|
ΠΑΡ.
|
έχει φυσήξει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε φυσήξει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει φυσήξει
|
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
|
|
ΕΝΣ.
|
εξετάζει
|
ΠΡΤ.
|
εξέταζε
|
ΣΤΙΓ.ΜΕΛ.
|
θα εξετάσει
|
ΣΥΝ.ΜΕΛ.
|
θα εξετάζει
|
ΑΟΡ.
|
εξέτασε
|
ΠΑΡ.
|
έχει εξετάσει
|
ΥΠΕΡ.
|
είχε εξετάσει
|
ΣΥΝΤ.ΜΕΛ.
|
θα έχει εξετάσει
|