Fill in the gaps with one of 32 words that follow the text. Be careful as the gaps are 16.
Το τρένο …………… (1) στον Πάνορμο, στη βορινή άκρη της Μικρασίας. Τέλος ταξιδιού.
Από τον Πάνορμο πήραν ένα μικρό ατμοκίνητο βαποράκι για την Πόλη. Η Προποντίδα ήταν .................. (2) αυτή την εποχή. Τα νερά της ήρεμα. Και κάποια στιγμή, από μακριά, φάνηκε η Πόλη.
Ο Σύριος πήρε μια βαθιά ανάσα, ................... (3) τα πατρογονικά του. Οι πρώτοι Καππαδόκες, που διώχτηκαν από το σουλτάνο μετά την Άλωση, ήρθαν και κατοίκησαν εδώ, .............(4) στο Επταπύργιο. Τούτοι ήταν οι Καραμανλήδες και μαζί μ’ αυτούς κι ένα μέρος της οικογένειας του Σύριου. Από αυτούς, άλλοι ήταν πλούσιοι κι άλλοι φτωχοί. Οι πλούσιοι σιγά σιγά αποκόφτηκαν από τους φτωχούς. Φύγαν από τα Ψωμαθιά και πήγαν να .........................(5) στο Κοντοσκάλι και κοντά στο Φενέρ καπισί, από την άλλη μεριά της Επτάλοφης, στον Κεράτιο. Σιγά σιγά πρόκοψαν. Πλούτεψαν. Ζωντάνεψαν, όσο περισσότερο μπορούσαν, μέσα στην οσμάνικη κατάκτηση.
Γιατί το αφεντικό εδώ ήταν πλέον άλλος. Όχι ο Ρωμιός. Ο Τούρκος. Κι εσύ αποκάτω, ............ (6) είσαι άπιστος, προσπαθείς να ανέβεις κι όλο προσπαθείς να ανέβεις και κοιτάς φοβισμένα πόσο ψηλότερα μπορείς να πας και κατά πόσο ο Τούρκος ανέχεται αυτό το ανέβασμά σου. Αν τρώει κι αυτός, θα σ’ αφήσει να φτάσεις ως εκεί που να μην τον απειλείς.
Όσο πλησίαζε το βαποράκι, ερχόταν μια μυρωδιά ανάκατη. Μυρωδιά από ζωντανή πόλη, φύκια σαθρά, νερά, πλάτανους, μυρωδιές άγριου θεριού, ................... (7) αγοράς, οσμάνικης προσευχής, τζαμιού και λιβανιού, κι όλα αυτά τυλιγμένα σε φρεσκάδα θάλασσας και πρωινής πάχνης του Βοσπόρου. Το βαποράκι έκανε το γύρο της Πόλης για να μπει στον Κεράτιο κι ο Σύριος έπιασε το μάτι της Κατίνας που ρούφαγε το τοπίο. ........... (8) έδειξε την πύλη του Μόλου, το Σαράι – ολόκληρη πόλη ήτανε – το Γαλατά, που απλωνόταν απέναντι, το Νεώριο. Το βαποράκι έπιασε στο Πέραμα. Αποβιβάστηκαν στην Πόλη.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Σύριος ήταν να πάει στο Πατριαρχείο. Γύρισε με δυσάρεστα νέα. Ο ................. (9) δεν είχε καταφέρει να ζητήσει ακρόαση από τις αρχές.
Η Κατίνα έφυγε με τα πόδια και περπάτησε στους δρόμους της Πόλης. Κοίταζε δεξιά, κοίταζε αριστερά. Χάζευε τα μαγαζιά, τις αγορές, χάζευε τους ανθρώπους, τις δουλειές τους, μύριζε τα φαγητά τους. Τα κτίρια που έδειχνε ο Σύριος από το βαποράκι δεν την πολυενδιέφεραν. ................ (10) κι αγόρασε ψάρι τηγανητό από τη βάρκα.
«Τι είν’ εδώ;» ρώτησε το βαρκάρη. «Πού είναι η μεγάλη αγορά;»
Της είπε πως το μπεζεστένι είναι λίγο πιο κάτω. Μέσα στο μπεζεστένι είχε κοσμοπλημμύρα. Φωνές, ...................... (11) Ο κόσμος σ’ έσπρωχνε. Εδώ έβλεπες παρακατιανά πράγματα, αλλά έβρισκες απ’ όλα.
Οι έμποροι πουλούσαν χαλιά, αντίκ, τσουμπλέκια γανωμένα. Άλλοι πάγκοι είχαν μυρωδάτο καφέ, χένα, ..................(12), κάνναβη, μπαχαρικά, μπακίρια, πετιμέζι.
«Πού είναι της βοτανούς το εμπορικάκι;» ρώταγε τους μαγαζάτορες. Της έδειχναν με το δάχτυλο πιο κάτω. Οι δερματάδες στη ................(13), καθώς περνούσε, την κουκούλωναν με παλτά στολισμένα με γούνες και τη γύριζαν στον καθρέφτη, να της δείξουν πόσο της πήγαιναν. Η Κατίνα τίναζε τα χέρια της. «Γιοκ, γιοκ».
Ανάμεσα στα πολύχρωμα χαλιά, που μύριζαν μάλλινο και χρώμα φυτικό, έπιασε τη μύτη της μια γνώριμη μυρωδιά από ..................(14) βότανα.
Ήταν μια τρυπούλα υπογειάκι, που για να μπεις έπρεπε να .................. (15) στα δυο. Κατέβηκε τα σκαλιά. Καλάθια σπάνια. Χάρηκε η ψυχή της. Μια γριούλα με φερετζέ, κουλουριασμένη στη γωνία, έβλεπε από το σκοτάδι τα πόδια των πελατών να πηγαινοέρχονται έξω. Η Κατίνα χάιδεψε το γλυκάνισο και σκέφτηκε ν’ αγοράσει. Και, ...................(16), σ’ ένα μικρότερο καλαθάκι, στα πόδια της γριούλας, έφεξε μια ρίζα φόλανθος.
«Φόλανθος» πανηγύρισε η Κατίνα. «Ποπό, χαρές που θα κάνει η Ευταλία!».
Μάρα Μεϊμαρίδη, "Οι μάγισσες της Σμύρνης", Καστανιώτη: Αθήνα 2001, σσ. 329-331.
που, ξαφνικά, μου, έφτασε, ανήσυχη, τρέλες, φοβισμένος, κοντά, κατοικήσουν, εξαιρετικά, γυρίσουν, διπλωθείς, ήσυχη, όπου, υπαίθριας, της, αναχώρησε, όμορφα, στρατιώτης, χόρτασε, φασαρίες, τάξη, ταραξίες, σκεπτόμενος, μπογιές, σειρά, έξυπνα, σηκωθείς, πείνασε, άμεσα, αστικής, πατριάρχης.
Key to exercise
Το τρένο έφτασε στον Πάνορμο, στη βορινή άκρη της Μικρασίας. Τέλος ταξιδιού.
Από τον Πάνορμο πήραν ένα μικρό ατμοκίνητο βαποράκι για την Πόλη. Η Προποντίδα ήταν ήσυχη αυτή την εποχή. Τα νερά της ήρεμα. Και κάποια στιγμή, από μακριά, φάνηκε η Πόλη.
Ο Σύριος πήρε μια βαθιά ανάσα, σκεπτόμενος τα πατρογονικά του. Οι πρώτοι Καππαδόκες, που διώχτηκαν από το σουλτάνο μετά την Άλωση, ήρθαν και κατοίκησαν εδώ, κοντά στο Επταπύργιο. Τούτοι ήταν οι Καραμανλήδες και μαζί μ’ αυτούς κι ένα μέρος της οικογένειας του Σύριου. Από αυτούς, άλλοι ήταν πλούσιοι κι άλλοι φτωχοί. Οι πλούσιοι σιγά σιγά αποκόφτηκαν από τους φτωχούς. Φύγαν από τα Ψωμαθιά και πήγαν να κατοικήσουν στο Κοντοσκάλι και κοντά στο Φενέρ καπισί, από την άλλη μεριά της Επτάλοφης, στον Κεράτιο. Σιγά σιγά πρόκοψαν. Πλούτεψαν. Ζωντάνεψαν, όσο περισσότερο μπορούσαν, μέσα στην οσμάνικη κατάκτηση.
Γιατί το αφεντικό εδώ ήταν πλέον άλλος. Όχι ο Ρωμιός. Ο Τούρκος. Κι εσύ αποκάτω, που είσαι άπιστος, προσπαθείς να ανέβεις κι όλο προσπαθείς να ανέβεις και κοιτάς φοβισμένα πόσο ψηλότερα μπορείς να πας και κατά πόσο ο Τούρκος ανέχεται αυτό το ανέβασμά σου. Αν τρώει κι αυτός, θα σ’ αφήσει να φτάσεις ως εκεί που να μην τον απειλείς.
Όσο πλησίαζε το βαποράκι, ερχόταν μια μυρωδιά ανάκατη. Μυρωδιά από ζωντανή πόλη, φύκια σαθρά, νερά, πλάτανους, μυρωδιές άγριου θεριού, υπαίθριας αγοράς, οσμάνικης προσευχής, τζαμιού και λιβανιού, κι όλα αυτά τυλιγμένα σε φρεσκάδα θάλασσας και πρωινής πάχνης του Βοσπόρου. Το βαποράκι έκανε το γύρο της Πόλης για να μπει στον Κεράτιο κι ο Σύριος έπιασε το μάτι της Κατίνας που ρούφαγε το τοπίο. Της έδειξε την πύλη του Μόλου, το Σαράι – ολόκληρη πόλη ήτανε – το Γαλατά, που απλωνόταν απέναντι, το Νεώριο. Το βαποράκι έπιασε στο Πέραμα. Αποβιβάστηκαν στην Πόλη.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Σύριος ήταν να πάει στο Πατριαρχείο. Γύρισε με δυσάρεστα νέα. Ο πατριάρχης δεν είχε καταφέρει να ζητήσει ακρόαση από τις αρχές.
Η Κατίνα έφυγε με τα πόδια και περπάτησε στους δρόμους της Πόλης. Κοίταζε δεξιά, κοίταζε αριστερά. Χάζευε τα μαγαζιά, τις αγορές, χάζευε τους ανθρώπους, τις δουλειές τους, μύριζε τα φαγητά τους. Τα κτίρια που έδειχνε ο Σύριος από το βαποράκι δεν την πολυενδιέφεραν. Πείνασε κι αγόρασε ψάρι τηγανητό από τη βάρκα.
«Τι είν’ εδώ;» ρώτησε το βαρκάρη. «Πού είναι η μεγάλη αγορά;»
Της είπε πως το μπεζεστένι είναι λίγο πιο κάτω. Μέσα στο μπεζεστένι είχε κοσμοπλημμύρα. Φωνές, φασαρίες. Ο κόσμος σ’ έσπρωχνε. Εδώ έβλεπες παρακατιανά πράγματα, αλλά έβρισκες απ’ όλα.
Οι έμποροι πουλούσαν χαλιά, αντίκ, τσουμπλέκια γανωμένα. Άλλοι πάγκοι είχαν μυρωδάτο καφέ, χένα, μπογιές, κάνναβη, μπαχαρικά, μπακίρια, πετιμέζι.
«Πού είναι της βοτανούς το εμπορικάκι;» ρώταγε τους μαγαζάτορες. Της έδειχναν με το δάχτυλο πιο κάτω. Οι δερματάδες στη σειρά, καθώς περνούσε, την κουκούλωναν με παλτά στολισμένα με γούνες και τη γύριζαν στον καθρέφτη, να της δείξουν πόσο της πήγαιναν. Η Κατίνα τίναζε τα χέρια της. «Γιοκ, γιοκ».
Ανάμεσα στα πολύχρωμα χαλιά, που μύριζαν μάλλινο και χρώμα φυτικό, έπιασε τη μύτη της μια γνώριμη μυρωδιά από εξαιρετικά βότανα.
Ήταν μια τρυπούλα υπογειάκι, που για να μπεις έπρεπε να διπλωθείς στα δυο. Κατέβηκε τα σκαλιά. Καλάθια σπάνια. Χάρηκε η ψυχή της. Μια γριούλα με φερετζέ, κουλουριασμένη στη γωνία, έβλεπε από το σκοτάδι τα πόδια των πελατών να πηγαινοέρχονται έξω. Η Κατίνα χάιδεψε το γλυκάνισο και σκέφτηκε ν’ αγοράσει. Και, ξαφνικά, σ’ ένα μικρότερο καλαθάκι, στα πόδια της γριούλας, έφεξε μια ρίζα φόλανθος.
«Φόλανθος» πανηγύρισε η Κατίνα. «Ποπό, χαρές που θα κάνει η Ευταλία!».
Μάρα Μεϊμαρίδη, "Οι μάγισσες της Σμύρνης", Καστανιώτη: Αθήνα 2001, σσ. 329-331.