Στα πανηγύρια τότε δεν πηγαίναμε μόνο εμείς αλλά μαζεύονταν όλα τα παράξενα του κόσμου. Φακίρηδες με ινδικά σαρίκια από ωραίο μεταξωτό ύφασμα και λαμπερή καρφίτσα στην κορυφή από ψεύτικα πολύχρωμα διαμάντια, έπεφταν αργά αργά και ξαπλώνονταν για μια και δυο ώρες ανάσκελα πάνω στα καρφιά. Μάγοι ξανθοί και μάγοι μαύροι, μακρυμάλληδες, που ήταν σοφοί και διαβάζανε τη στρογγυλή γυάλα της μοίρας κι έτρεχε ο κοσμάκης σ’ αυτούς με δυο δραχμές να μάθει τα μελλούμενα. Η «ασώματος κεφαλή», ένα παμπόνηρο τρυκ με καθρέφτες και κομμάτια από γυαλί, κομμένα επιδέξια με διαμάντι, που σε ξεγελούσε και πίστευες ότι στέκεσαι μπροστά σ’ ένα κεφάλι ουρανοκατέβατο, ανεξάρτητο, δίχως σώμα. Χαρτορίχτρες και χαρτομάντισσες, επί το πλείστον μαντιλοδεμένες τσιγγάνες με φαρδιές φουστάνες και με σαλβάρια χρωματιστά, που τάζανε πως θα σου φέρνανε πίσω τάχα τον χαμένο αγαπητικό ή την αγαπητικιά σου. Μοιρατζούδες τουρκογύφτισσες, που μιλούσανε μια μπάσταρδη διάλεκτο με τούρκικα, ελληνικά και τσιγγάνικα ανακατωμένα και τις ασήμωνες για να σου πούνε τη μοίρα. Τα περιστέρια της τύχης που τα είχαν τ’ αφεντικά τους εξασκημένα να τσιμπάνε με το ράμφος τους χαρτάκια από ένα κουτί και σου διαλέγανε ένα φακελάκι μικρό, σα ραβασάκι, μέσα απ’ το σωρό κι έδινες εσύ μισό φράγκο και άνοιγες το γράμμα και διάβαζες πόσα χρόνια θα ζήσεις κι αν θα παντρευτείς και πόσα παιδιά θα κάνεις. Και φυσικά όλοι ζούσαν κοντά στα εκατό, έκαναν πολλά και καλά παιδιά, κι ευτυχισμένα – όλοι γιατροί θα βγαίνανε και θα δουλεύανε στην πόλη -, κι έτσι οι επιτήδειοι πήζανε στο τάλιρο. Τα μεγάλα κορμιά, οι πυγμάχοι, άντρες τρομεροί με παρατσούκλια, που δίνανε κανονική παράσταση, όπως ο Τζιμ Άτλας, ο Καραγιάννης, ο Τρομάρας και ο Φραγκούλης. Το κορίτσι-λάστιχο. Η Ζαμάγια με τα μάγια. Ο άνθρωπος – γορίλας. Το τρενάκι του τρόμου. Το κανόνι. Λούνα παρκ. Κούνιες. Συγκρουόμενα. Ταχυδακτυλουργοί. Κουκλοθέατρο. Το βιού μάστερ, που το είχαν τότε ανακαλύψει κι έκανε στους ανθρώπους πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ένα μικρό ιδιωτικό σινεμά και γιατί έβγαινε από κει μέσα ο Ταρζάν με τη συντρόφισσά του, τη μαϊμού, κι εσύ χάζευες έκπληκτος ενώ το αφεντικό του, τουρκομερίτης, που τσέπωνε και το παραδάκι, σχολίαζε την κάθε εικόνα: «Ο Ταρζάν τον Τσίτον πιστόν φίλον είχε. Γλιεπ’ς, τζάνεμ;» Και ύστερα: «Μία ξανθιά πεντάμορφη, γκιουζελίμ, την λένε Τζέην, τον Ταρζάν είδε στη ζούγκλα και τον γύρεψε να τον κάνει άντρα της η χανούμ. Γλιεπ’ς, γιαβρούμ; Άιντε τώρα, πιτσιρίκο, άφεριν, πέσε μισό φράγκο». Το βιού μάστερ, γερή κονομισιά απ’ την πιστικαρία. Μόνο το θέατρο σκιών, που το συντηρούν κι αυτό απ’ τα παιδάκια, ερχόταν πιο σπάνια. Ο Καραγκιόζης, δυστυχώς, αυτή η σπουδαία λαϊκή τέχνη, είχε αρχίσει να πέφτει και οι καραγκιοζοπαίχτηδες να ψωμολυσσάνε. Έρχονταν και μικροπωλητές, προπαντός πωλητές παιχνιδιών για παιδάκια. Γλειφιτζούρια, κοκοράκια, της γριάς το μαλλί. Υπαίθρια βιβλιοπωλεία, ξηροί καρποί, μπιραρίες. Ο αρκουδιάρης, ο τσιγγάνος, με τη Μαρίτσα, την αρκούδα. Την είχε εξασκημένη κι έκανε καμώματα και μάζευε το παραδάκι με το ντέφι απ’ τους περίεργους. Καμιά φορά τη βάζανε και πατούσε ανθρώπους, τους έκανε μασάζ. Έδινε κανονική παράσταση η Μαρίτσα. Πολλά κόλπα της έμαθε ο αρκουδιάρης μετά το ’60, πως να παριστάνει τα καμώματα των ηθοποιών. Πώς κάνει ο Μπάρκουλης την Καρέζη όταν την παίρνει αγκαλιά. Πώς κοιτιέται η Βουγιουκλάκη στον καθρέφτη.
Θωμάς Κοροβίνης, «Ο γύρος του θανάτου», Αθήνα: Άγρα 2010, σσ. 140-142.
Exercises
1. Να υπογραμμιστούν τα επίθετα των 12 πρώτων σειρών.
2. Να κλιθούν τα εξής ουσιαστικά: φακίρηδες, γράμμα, χρόνια, μαϊμού, μικροπωλητές.
3. Να βρεθούν τα δάνεια άλλων γλωσσών και να αποδοθεί η σημασία τους στα ελληνικά.