Saturday, 24 April 2010

Literature – Antonis Sourounis

“Ύδωρ! Νηρόν ύδωρ!”

Έτσι φώναζαν οι νερουλάδες των ελληνιστικών χρόνων, διαλαλώντας τη φρεσκάδα της υγρής πραμάτειας που κουβαλούσαν μέσα στις πήλινες υδρίες τους. Αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, το φρέσκο νερό έγινε "ύδωρ νεαρόν”, μέχρι που χάθηκε πρώτα το "α” από το "νεαρόν” κι έπειτα έφυγε και το "ύδωρ” και αποκτήσαμε το “νερό” μας.
Απόρησα όταν διάβασα στην εισαγωγή του βιβλίου αυτή την πρόταση, όχι τόσο για την προέλευση της λέξης "νερό”, που συναντούσα τη ρίζα της για πρώτη φορά, όσο για την τρυφερότητα με την οποία αναφερόταν σ’ αυτήν ο συγγραφέας. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι πεινάνε, που κατακλύζονται από λιμούς, καταποντισμούς, που μετακινούνται από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μια ήπειρο στην άλλη, που τους εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι, που απολύονται από τις δουλειές τους κατά χιλιάδες, που σκαλίζουν τα σκουπίδια των μεγαλουπόλεων για να φάνε, που αγοράζουν ψωμί προηγούμενης μέρας επειδή είναι φτηνό, που απόφοιτοι πανεπιστημίων παρακαλάν για δουλειές του ποδαριού, που το δημόσιο χρήμα και η γη αρπάζεται από κείνους που έχουν επιλεγεί να τα φυλάνε, που δημοτικοί μας άρχοντες ξηλώνουν τα πάρκα για να τα κάνουν πάρκιν και μεταφέρουν τα αιωνόβια δέντρα από τις γειτονιές σε μέρη πιο "ευάερα κι ευήλια”, που αγρότες της Κρήτης διεκδικώντας το δίκιο τους αποβιβάζονται με τρακτέρ ξημερώματα από τα πλοία για ν’ αντιμετωπίσουν τα τανκς … Σε μια τέτοια εποχή λοιπόν, "Το νερό στη Γη βρίσκεται αδιάκοπα σε κίνηση, ταξιδεύοντας πάνω ή κάτω από την επιφάνεια, αλλάζοντας συνεχώς καταστάσεις και ταμιευτήρες".

Αντώνης Σουρούνης, "Νύχτες με ουρά”, Κέδρος: Αθήνα 2010, σσ. 128-129.